Μάνη - Νικλιάνοι, Αχαμνόμεροι και Γδικιωμός (+Βίντεο)


Κείμενο: Κώστας Μανούσος
Φωτογραφίες: Κώστας Μανούσος

        Όταν ακούω για τη Μάνη, το πρώτο που σκέφτομαι είναι οι πύργοι, οι μόνιμα ξένοι διαμένοντες που έχουν αγοράσει πυργόσπιτα (Άγγλοι, Γάλλοι , Γερμανοί κτλ.) και η τιμή (η τιμή, τιμή δεν έχει). Άλλοι σκέφτονται την τουριστική Μάνη. Στούπα, Καρδαμύλη, Βάθεια, Λιμένας, Γερολιμένας, Αρεόπολη, Πόρτο Κάγιο, σπήλαια Δυρού κτλ, ενώ κάποιοι άλλοι, την ιστορική και ανυπότακτη Μάνη. Άλλοι πάλι, θα σκεφτούν τον ξερό κι βραχώδη τόπο, με το εξαιρετικής ποιότητας λάδι.

Όλα τα παραπάνω είναι εικόνες και λέξεις του πάζλ που σχηματίζουν την εικόνα της Μάνης και των ανθρώπων της. Εμείς ταξιδέψαμε στην περιοχή αρχές Ιουλίου για τέσσερις ημέρες και οι πρωτάκουστες για εμάς λέξεις, όπως ο γδικιωμός και οι αχαμνόμεροι, έγιναν  εικόνα.

Γεμίστε τα ντεπόζιτά σας, φορέστε τον απαραίτητο μοτοσυκλετιστικό εξοπλισμό και φύγαμε για Μάνη.

        Αυτή τη φορά ταξιδεύουμε με μια μηχανή. Το Tracer της Άντζελας. Φορτωμένο με την τριπλέτα που είχε ετοιμαστεί από το προηγούμενο βράδυ, ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί παίρνοντας αρχικά την Εθνική Οδό για Τρίπολη. Τα χιλιόμετρα στο Tracer φεύγουν γρήγορα και σύντομα φτάσαμε στον κόμβο που μας οδήγησε στην παλαιά εθνική Τριπόλεως – Σπάρτης.

Στην Αθήνα, παρόλο που είχαμε ξεκινήσει νωρίς, είχε αρκετή ζέστη. Εδώ όμως, τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Και ευτυχώς, γιατί το μοτέρ του Tracer βγάζει απίστευτη ζέστη. Μετά από 18 χλμ, στρίψαμε δεξιά για Κερασιά, έναν διατηρητέο οικισμό, για να πιούμε το καφεδάκι μας στο καφενείο «Το Χαγιάτι». Το υψόμετρο των 950 μέτρων και η σκιά που πρόσφεραν τα δέντρα είχαν δημιουργήσει μια ευχάριστη θερμοκρασία. 

Στο καφενείο δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες. Έτσι πιάσαμε κουβέντα με τον ιδιοκτήτη για το μέρος.  Μας είπε ότι είναι πενήντα ετών και ο νεότερος στο χωριό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την κουβέντα που μας είπε περί φυτοφαρμάκων και πιο συγκεκριμένα: «Αν ζούσαν οι γέροι, τα τωρινά φυτοφάρμακα θα τα έπιναν για γάλα». Στην περιοχή παράγεται η ποικιλία μήλων Golden Πιλαφά, η πρώτη ποικιλία μήλων που δημιουργήθηκε και κατοχυρώθηκε στον ελληνικό χώρο.


Καφενείο "Χαγιάτι"

Μετά από την κάθε κουβέντα που κάνω με τους ντόπιους στην επαρχία, καταλήγω σχεδόν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: η επαρχία και οι άνθρωποί της έχουν αφεθεί στην τύχη τους και πάντα μου έρχεται στο νου ο τίτλος μιας εκπομπής που υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του ’80: «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα». Το πρόβλημα υπήρχε από παλιά και οι πιο νέοι μην αναρωτηθείτε σε πιο κανάλι. Δύο είχαμε όλα και όλα! 

Ευχαριστήσαμε τον ιδιοκτήτη για την παρέα και τις πληροφορίες και συνεχίσαμε την πορεία μας.

Πλησιάζοντας την Σπάρτη, ζεστός και δυνατός αέρας μας χτυπούσε από τα δυτικά. Ο δυνατός αέρας ήταν κάτι που αντιμετωπίσαμε έντονα και σε μια από τις επόμενες ημέρες. Σε λιγότερο από μια ώρα αφού περάσαμε την πρωτεύουσα της Λακωνίας ήμασταν στο κατάλυμά μας, που βρίσκεται στον Αγερανό. Είναι ένα σπίτι που κλείσαμε μέσω γνωστής πλατφόρμας και έχει θέα στην παραλία της Καμάρας. Ευτυχώς για εμάς, το σπίτι διαθέτει πάρκινγκ με σκίαστρο και δεν χρειάζονταν κάθε φορά που καβαλούσαμε την μηχανή να κάνουμε τους αναστενάρηδες. Από ένα μίνι μάρκετ στο Βαθύ αγοράσαμε τις απαραίτητες προμήθειες και μετά πήγαμε κατευθείαν για μπάνιο στην παραλία, η οποία ήταν απάνεμη. Στην Μάνη φυσά αρκετά και συνήθως από τα δυτικά. Θα το καταλάβετε από την κατεύθυνση που έχουν οι ανεμογεννήτριες που «φύτρωσαν» δυστυχώς και εκεί. 

Η παραλία δεν είχε κόσμο. Δύο παρέες όλες και όλες. Ήταν οι ιδανικές συνθήκες για καφέ, ξάπλα και χαλάρωση.


Αρεόπολη

        Το απόγευμα επισκεφτήκαμε την Αρεόπολη. Δεν επιλέξαμε να πάμε από τον κεντρικό δρόμο, αλλά είπαμε να διαβούμε μέσα από τους αγροτικούς δρόμους, ανάμεσα από τους ελαιώνες και ζήσαμε το κυνηγητό ενός επίμονου μικρού σκύλου που μας καταδίωκε για περίπου ένα λεπτό. Τέτοια η επιμονή του!

Η Αρεόπολη είναι ένα  ιστορικό χωριό και πατρίδα των Μαυρομιχαλαίων, που διατήρησε την ανεξαρτησία του επί τουρκοκρατίας και τα χρόνια εκείνα λεγόταν Τσίμοβα. Μάλλον προέρχεται από σλαβική λέξη και σημαίνει πόλη του διαβόλου ή μικρός κάμπος.



Η περιοχή βρίσκεται στην επικαιρότητα τους τελευταίους τρείς με τέσσερις μήνες, καθώς γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση και από τούτο εδώ τον τόπο ξεκίνησε η σπίθα της απελευθέρωσης στις 17 Μαρτίου 1821, με το σύνθημα «ΝΙΚΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», για να γίνει στη συνέχεια φλόγα και πυρκαγιά μεγάλη.


Επισκεφτήκαμε τον Πύργο του Πικουλάκη, που αποτελεί ένα από τα μουσεία που ανήκουν στο "Δίκτυο Μουσείων Μάνης", με θέμα τις "Ιστορίες θρησκευτικής πίστης της Μάνης". Την ώρα που πήγαμε, το μουσείο ήταν κλειστό και έτσι αρκεστήκαμε μόνο σε κάποιες φωτογραφίες από το εξωτερικό του. (Οι ώρες λειτουργίας είναι 08:00 έως 16:00 κάθε μέρα εκτός Τρίτης). 

Στα στενά δρομάκια υπάρχουν «κράχτες» και τραπεζοκαθίσματα που αφήνουν μικρό πέρασμα για τον διερχόμενο. Ήταν μια εικόνα πολύ τουριστική που δε μας άρεσε. Καθίσαμε για φαγητό στην Πλατεία Αθανάτων, δίπλα από τον Άγιο Αθανάσιο. Οι τιμές, θαρρώ, έχουν πάρει τα πάνω τους τον τελευταίο καιρό και η περιοχή δεν εξαιρείται από τον κανόνα. 

Η πρώτη μέρα έκλεισε γεμάτη, η κούραση άρχισε να γίνεται αισθητή και επιστρέψαμε στο σπίτι όπου πέσαμε σχετικά νωρίς για ύπνο, καθώς την επόμενη ημέρα θα είχαμε πρωινή έγερση.

 

Ακρωτήριο Ταίναρο

        06:30 χτυπάει το ξυπνητήρι του κινητού. Πρωινό με θέα τη θάλασσα και συντροφιά τα κοκόρια. Προς τι τόση βιασύνη; Μα φυσικά για να φωτογραφήσουμε τη Βάθεια, το πιο πολυφωτογραφημένο χωριό της Μάνης και για να προλάβουμε την πολύ ζέστη, μιας και είχαμε στο πρόγραμμα να περπατήσουμε το μονοπάτι για το Ακρωτήρι Ταίναρο. 

Μπορεί το πρωινό ξύπνημα να είναι λίγο βάρβαρο, αλλά έχει και τα καλά του. Έχει δροσιά, ησυχία την οποία σπάνε που και που τα κοκόρια και οι δρόμοι είναι σχεδόν χωρίς κίνηση. Βέβαια, εδώ υπάρχει μια μικρή παγίδα. Το ίδιο πιστεύει και ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος της περιοχής, που εκείνη την ώρα θα πηγαίνει στη δουλειά του. Άρα τα μάτια σας 114. Άλλωστε στο χωριό, ξέρετε ποιος έχει δίκιο και προτεραιότητα.

Πήραμε τον δρόμο προς Αρεόπολη και κατευθυνθήκαμε νότια μέσω του δυτικού κεντρικού δρόμου της χερσονήσου. Φτάνοντας στην Βάθεια λίγο πριν τις 09:00, διαπιστώσαμε ότι θα θέλαμε να ήμασταν κάνα μισάωρο νωρίτερα, για καλύτερο φωτισμό. Ο σκοπός μας ήταν να φωτογραφίσουμε το χωριό από μακριά και επιστρέφοντας από το Ταίναρο, να επισκεφτούμε και να περπατήσουμε στο εσωτερικό του. 

Αφού αιχμαλωτίσαμε την Βάθεια στις SD κάρτες της φωτογραφικής και του κινητού συνεχίσαμε για την επόμενη στάση μας.


Το Ακρωτήριο Ταίναρο ή Κάβο Ματαπάς είναι το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Βαλκανικής χερσονήσου. Όσοι πιστεύουν πως είναι και της ηπειρωτικής Ευρώπης, θα τους στεναχωρήσω λέγοντας τους πως αυτό είναι το Punta de Tarifa και βρίσκεται στην Ισπανία σύμφωνα με το Wikipedia. Εδώ να τονίσω πως το συγκεκριμένο σημείο των Ισπανών βρίσκεται σε νησάκι το οποίο ενώσανε με την ηπειρωτική χώρα. Για το δικό μας πάλι, οι Έλληνες ναυτικοί λένε: “Από τον Κάβο Ματαπά, σαράντα μίλια μακριά” και ίσως να αναφέρονται στα μετεωρολογικά φαινόμενα της περιοχής ή την πειρατεία καθώς οι όρμοι του αποτελούσαν ορμητήρια πειρατών.

Ακτρωτήριο Ταίναρο. Αριστερά διακρίνεται το Πόρτο Κάγιο. 

Αφού βγάλαμε από πάνω μας τα μοτοσικλετιστικά  και φορέσαμε τα της πεζοπορίας ξεκινήσαμε για τον ναό του Ποσειδώνα. Ο λόγος που βρίσκεται σε αυτό το σημείο είναι απλός. Ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας κάνανε ανταλλαγή, ο μεν πρώτος πήρε τους Δελφούς και ο δεύτερος το Ταίναρο. Τόσο απλά. Από τότε, στην περιοχή κυριάρχησε η λατρεία του Ποσειδώνα και οι ναυτικοί που ταξίδευαν στη θάλασσα σταματούσαν συχνά στο ακρωτήριο για να προσκυνήσουν το ναό του Ταινάριου Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν χτισμένος στο ακρωτήρι. Σήμερα σώζονται μερικά ερείπια. Αφήνουμε το ναό και πιάνουμε το μονοπάτι για τον φάρο.




Τάματα από περαστικούς

Διανύοντας τα πρώτα εκατό με διακόσια μέτρα περνάμε δίπλα από τον όρμο, όπου γύρω από αυτόν απλώνεται ο οικισμός των Ταιναρίων.  Πρόκειται για οικοδομήματα χτισμένα σε οριζόντια επίπεδα, με τα μεγαλύτερα τμήματά τους λαξευμένα στους βράχους, που ακολουθούν τη φυσική κλίση του λόφου. Εντυπωσιακό παραμένει, αν και έχει υποστεί σημαντικές φθορές λόγω εγκατάλειψης, το ψηφιδωτό που χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο και βρέθηκε σε ένα από τα κτίρια. Μετά τον οικισμό ξεκινά μια ελαφριά ανωφέρεια για περίπου 10 λεπτά.


Το μονοπάτι είναι βατό, μα θέλει λίγο προσοχή λόγω του κακοτράχαλου εδάφους. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες συνίσταται να ξεκινήσετε νωρίς, να έχετε καπέλο, γυαλιά, αντηλιακό, νερό και θα ήταν προτιμότερο να φοράτε μακρυμάνικα. 

Μέχρι τον φάρο κάναμε 45 λεπτά μαζί με τις φωτογραφίες. Ο φάρος, που έχει ύψος 16 μέτρα, κατασκευάστηκε από τους Γάλλους το 1882 και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1887. Το 1982 έγινε η αυτοματοποίηση του και η μετατροπή του σε ηλιακό. Προτού όμως ολοκληρώσουμε την διαδρομή της επιστροφής (35 λεπτά περίπου) κάναμε στάση σε έναν  μικρό όρμο για μια απολαυστική βουτιά.




Γερολιμένας

        Αφού πήραμε την δροσιά της ανοιχτής θάλασσας κάναμε την ίδια διαδρομή προς τα πίσω μέχρι τον Γερολιμένα, που στα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρξε ορμητήριο των Μανιατών πειρατών. Μετά την απελευθέρωση ο οικισμός αξιοποιήθηκε εμπορικά και κυρίως η περιοχή του λιμανιού, που στην είσοδο του υπάρχει το αναπαλαιωμένο κτίσμα του 1870 με την ονομασία «Κυρίμαι». Στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο, του οποίου η ιστορία έχει ενδιαφέρον. Ο Γερολιμένας ήταν ένα από τα τελευταία λιμάνια προσέγγισης των ελληνικών αλιευτικών και όχι μόνο, που κατευθύνονταν προς τις ακτές της Αφρικής και για τον λόγο αυτόν διέθετε πολλές εγκαταστάσεις διάθεσης πάγου και διακίνησης αλιευμάτων.

Κίρυμαι


Πίνοντας το καφεδάκι μας είχαμε για θέα την είσοδο του φυσικού λιμανιού που από τη μια του άκρη βρίσκεται το «Κυρίμαι» και από την άλλη τα απότομα βράχια. Προσπαθούσα να φανταστώ τα αλιευτικά της εποχής και το αλισβερίσι  τον εμπόρων με τους αλιείς, την βαβούρα μα και την μυρωδιά. Όλα αυτά σαν ένας σύγχρονος αλιέας, που για θάλασσα έχει το ιντερνετ και για καλάμι τη μπάρα αναζήτησης και η ιστορία ξεδιπλώνεται στην οθόνη του κινητού.


Κόλπος Γερολιμένα

Βάθεια

        Επιστρέψαμε πίσω στη Βάθεια για να την περπατήσουμε. Όπως την βλέπουμε σήμερα διαμορφώθηκε κυρίως μετά τον 18ο αιώνα. Κύριες ασχολίες των 300 περίπου κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, το κυνήγι αλλά και η πειρατεία. Στα τέλη του 19ου αιώνα στράφηκαν προς την καλλιέργεια της ελιάς και στον οικισμό δημιουργήθηκαν τέσσερα λιοτρίβια. Στις αρχές του 20ου οι κάτοικοι άρχισαν σιγά-σιγά να μετακομίζουν στις πόλεις, με αποτέλεσμα στην απογραφή του 2011 να έχουν απομείνει 6 άτομα.

Τη δεκαετία του '80 ο ΕΟΤ χωρίς να απαλλοτριώσει τα κτίρια, αναστήλωσε και αναπαλαίωσε πολλά από αυτά μετατρέποντάς τα σε ξενώνες. Όταν τελείωσε η σύμβαση ξαναπέρασαν στην κατοχή των ιδιοκτητών τους, που είτε για οικονομικούς είτε για κληρονομικούς λόγους βρίσκονται στην σημερινή τους κατάσταση.

Το πιο πολυφωτογραφημένο χωριό της Μάνης έχει αφεθεί στην τύχη του να παλεύει με τον χρόνο. Εντός του χωριού υπάρχουν ταμπέλες που συνιστούν προσοχή για τα ετοιμόρροπα κτίρια. Αυτές από μόνες τους, όμως, δεν αποτρέπουν την κατάρρευση, πιθανώς και το ατύχημα, ούτε αφαιρούν την ευθύνη αυτών που τις τοποθέτησαν.




Πύλη στη Μεσόγειο Θάλασσα

Με γλυκόπικρα αισθήματα αφήσαμε την Βάθεια και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής από τη ανατολική διαδρομή της χερσονήσου, από Λάγια, Κοκκάλα, Αλύπα, Φλαμοχώρι, Κότρωνα και  Σκούταρι. Από την αρχή κιόλας που βρεθήκαμε στην ανατολική πλευρά, δυνατές ριπές ανέμου από τα δυτικά έκαναν την οδήγηση αρκετά δύσκολη, έως και επικίνδυνη σε κάποιες των περιπτώσεων.

Στον Κότρωνα καθίσαμε και φάγαμε έχοντας θέα την παραλία του χωριού. Το βράδυ επισκεφτήκαμε το Γύθειο για ένα ποτάκι. Η παραλία του και τα μαγαζιά ήταν γεμάτα από κόσμο. Αργά το βράδυ που επιστρέψαμε στο κατάλυμα καθίσαμε στη βεράντα απολαμβάνοντας τους ήχους της φύσης, που τόσο μας λείπουν. Για ένα με δυο λεπτά οι ήχοι αυτοί επισκιάστηκαν από τα ουρλιαχτά των τσακαλιών. Ναι τσακάλια και όχι ένα και δύο, ολόκληρη συμμορία σε απόσταση κατά εκτίμηση από εμάς 300 έως 500 μέτρα. Τις μέρες που μείναμε εκεί, τα τσακάλια ήταν συνεπείς στο ραντεβού τους, ώστε να μας θυμίσουν ποιος είναι το «αφεντικό» στην περιοχή.

 

Τηγάνι

        Να ξυπνάς το πρωί, να απολαμβάνεις το πρωινό σου μες στη δροσιά και την ησυχία συντροφιά με το μπλε του ουρανού και της θάλασσας της κακοτράχαλης μανιάτικης γης είναι αξία ανεκτίμητη.

Φορτώσαμε το Tracer με όλα τα απαραίτητα για την ημέρα και αναχωρήσαμε για το Τηγάνι που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου απέναντι από την παραλία του Μέζαπου. 

Η περιοχή έχει πάρει αυτή την ονομασία λόγω του σχήματος της, καθώς είναι μία στενή και χαμηλή στην αρχή βραχώδης λωρίδα γης μήκους 1700 μέτρων, που στο τέλος της γίνεται ένας σχεδόν στρογγυλός βράχος που φτάνει σε ύψος τα 50 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.

"Τηγάνι"

Μέχρι το άκρο του Τηγανιού, για μια απόσταση δύο χιλιομέτρων, χρειαστήκαμε 45 λεπτά πεζοπορίας. Το έδαφος είναι κακοτράχαλο και ήλιος δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. 

Πάνω στο βράχο είναι κτισμένο ένα κάστρο που έχει επικρατήσει να λέγεται το κάστρο Μαΐνης, επειδή από πολλούς ταυτίζεται με το ιστορικό φράγκικο κάστρο της Μεγάλης Μαΐνης. Κτίστηκε το 1248 από τον Βιλεαρδουίνο σε άγνωστη σήμερα τοποθεσία, κάπου στη δυτική πλευρά της Μάνης, σε βράχο που δέσποζε πάνω από ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι (όλα αυτά σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως). Υπάρχει ένας μύθος που λέει πως στο κάστρο έχει χτιστεί μια στέρνα για κάθε ημέρα του χρόνου. Πράγματι το μέρος είναι όλο στέρνες διαφόρων μεγεθών. Τώρα αν είναι 365 θα σας γελάσω. Δεν έκατσα να μετρήσω.


Υπάρχουν δύο ακόμα κάστρα που διεκδικούν την ονομασία της Μεγάλης Μαΐνης. Αυτό όμως που του δίνει ιδιαίτερη ιστορική σημασία, είναι πως από αυτό το κάστρο βγήκε το όνομα Μάνη. Στο δρόμο για το Τηγάνι υπάρχει μια παράκαμψη που οδηγεί στην εκκλησία Οδηγήτρια, που δυστυχώς δεν επισκεφτήκαμε. Υπάρχει όμως στο πλάνο μας.

Κουρασμένοι και κατακόκκινοι από την προσπάθεια και την ζέστη οδηγήσαμε για περίπου τρία χιλιόμετρα μέχρι τον Μέζαπο, όπου κάναμε μπάνιο στην παραλία του Κούρκου, που αποτελεί και φυσικό λιμάνι. Ο Μέζαπος είχε ως ορμητήριο ο Νικολός Σάσσαρης, ξακουστός πειρατής της Μεσογείου κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

Παραλία Κούρκου

Παραλία Χαλικιά

Κατά την προετοιμασία της εκδρομής, ψάχνοντας στον χάρτη τις περιοχές της μέσα Μάνης, «έπεσα» πάνω «Στο Πουθενά». Το «Στο Πουθενά» είναι μια ταβέρνα που βρίσκεται ακριβώς εκεί που λέει. Το χωριό ονομάζεται Παγκιά, νότια του χωριού Σταυρί. Χωρίς λοιπόν κάποιον ιδιαίτερο λόγο, ήθελα να πάμε εκεί. Κάτι μου προκαλούσε το ενδιαφέρον. 

Έτσι, μετά το Μέζαπο πήγαμε στην Παγκιά. Δεν είναι μακριά. Ένα τέταρτο δρόμος, στον οποίο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή, παρά μόνο ακούγονταν μέσα από τους ελαιώνες ο χαρακτηριστικός ήχος που παρήγαγαν τα χιλιάδες των τζιτζικιών. 

Φτάνοντας «Στο Πουθενά», το μαγαζί ήταν άδειο. Λογικό, μιας και ήταν κοντά τέσσερις το μεσημέρι, με τον ήλιο ντάλα. Τι δουλειά είχαμε εκεί τέτοια ώρα; Κρατώντας τα κράνη μπήκαμε στην αυλή, όπου μας υποδέχτηκε ο Νίκος. Καθίσαμε κάτω από τον τεράστιο φίκο που έδινε την καλύτερη και πιο παχιά σκιά.

Πριν κάνουμε την εκδρομή είχαμε ξεσκονίσει λίγο την ιστορία της περιοχής και καινούργιες λέξεις προστέθηκαν στο λεξιλόγιό μας. Θέλαμε όμως να μάθουμε περισσότερα και να ακούσουμε για τις παλιές ιστορίες και μύθους από τους ντόπιους.

Αφού δώσαμε την παραγγελία, ρωτήσαμε τον Νίκο αν γνώριζε τον όρο Νικλιάνος και Αχαμνόμερος, λέξεις που δυστυχώς δεν γνωρίζουν αρκετοί Μανιάτες και αυτό το ξέραμε, επειδή είχαμε ρωτήσει και άλλους πιο πριν. Μας κοίταξε με απορία και μας ρώτησε: «Εσείς που τα ξέρετε αυτά; Είστε ιστορικοί, αρχαιολόγοι;». Του απαντήσαμε ότι απλά είμαστε "ταξιδευτές" και όχι "τουρίστες", με επιθυμία να γνωρίσουμε τους τόπους που επισκεπτόμαστε. Ο Νίκος πήρε μια καρέκλα και καθίσαμε παρέα. Αυτό ήταν. Ήταν ο άνθρωπός μας. Μας διηγήθηκε ιστορίες που του είχαν διηγηθεί οι παλαιότεροι, αλλά και σκηνές που έχει ζήσει ο ίδιος σαν παιδί, κοντά 30 χρόνια πίσω. Τι παραπάνω να θέλαμε; Το φαγητό ήταν τέλειο, η μπύρα παγωμένη, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου ξεδιπλώνονταν σαν ιστορία μπροστά μας, μα το αχόρταγο μυαλό μας ήθελε και άλλα. 

Τοπικές νοστιμιές

Σα να μας διάβασε, ο Νίκος σηκώθηκε, πήγε μέσα στο μαγαζί και γύρισε κρατώντας ένα μεγάλο χαρτί τυλιγμένο σε ρολό. Πάει στο δίπλα τραπέζι, παραμερίζει τα πράγματα και το ανοίγει. Μπροστά μας είχαμε το γενεαλογικό δέντρο του Νίκου, πολλές γενεές πίσω.

Αν προσέξετε μόνο τα "Παιδιά" αναφέρονται. Τα "Κορίτσια" είναι εκτός του γενεαλογικού δέντρου

Νικλιάνοι και Αχαμνόμεροι

        Μετά την εξήγηση του Νίκου και σε συνδυασμό κειμένων που διαβάσαμε στο διαδίκτυο, περιγράφω παρακάτω σε λίγες γραμμές την κατάσταση που επικρατούσε στην μέσα Μάνη.

Με λίγα λόγια, οι Νικλιάνοι ήταν οι ισχυροί της μέσα Μάνης, είχαν σπίτια - πυργόσπιτα ψηλά, με ανώγεια και θολωτή στέγη (καμάρα). Επίσης, είχαν δικαίωμα ως προς την τοποθεσία που θα φτιάξουν τον πύργο, όπως και το δικαίωμα στον κόλπο του Μέζαπου και στους βράχους της παραλίας, για να μαζεύουν το αλάτι. Και κάπως έτσι με το δικαίωμα του ισχυρότερου δημιουργήθηκε η κοινωνική τάξη των Νικλιάνων.


Οι  Αχαμνόμεροι από την άλλη, ήταν οι αδύναμοι της υπόθεσης. Δεν είχαν δικαίωμα να υψώσουν πύργο, ούτε στηθαίο και ήταν πάντα κάτω από την ακτίνα του πυργόσπιτου ενός Νικλιάνου. Ήταν οι βοηθοί τους στις δουλειές τους, όπως οι πειρατείες και οι βεντέτες (γδικιωμοί) και σαν αντάλλαγμα είχαν την προστασία τους και έχτιζαν κολλητά στον Πύργο του Νικλιάνου. Οι Νικλιάνοι αποκαλούσαν περιφρονητικά τους  Αχαμνόμερους «γάϊδαρους».

Η διαφορετικότητα της κοινωνικής τους τάξης, δεν τους εμπόδιζε στο να παντρεύονται μεταξύ τους. Οι Νικλιάνοι παντρευόντουσαν Αχαμνομεροπούλες και οι Αχαμνόμεροι, Νικλιανοπούλες. Στην πραγματικότητα, ο μόνος περιορισμός που είχαν οι Αχαμνόμεροι ήταν αυτό που θα τους έκανε ισχυρότερους από τους Νικλιάνους, όπως το ύψος του σπιτιού, με στηθαία και συμμαχίες με ισχυρότερους Νικλιάνους.

Κατά καιρούς και όταν πλήθαιναν οι Αχαμνόμεροι έπαιρναν τα δικαιώματά τους, είτε πολεμώντας είτε φτιάχνοντας άλλο χωριό, είτε ενώνονταν με γενιά Νικλιάνων. Έτσι με τα χρόνια οι Αχμνόμεροι γινόντουσαν Νικλιάνοι.

Στα δικά μας τα χρόνια, πάρα πολλοί Μανιάτες έχουν διατελέσει σε υψηλόβαθμες θέσεις στα σώματα ασφαλείας, στις ένοπλες δυνάμεις και στον πολιτικό χώρο. Πιστεύεται πως είναι οι απόγονοι των Αχμνόμερων και βρήκαν αυτόν τον τρόπο να αναρριχηθούν αναίμακτα και χωρίς δράματα στην ιεραρχία της τοπικής κοινωνίας και όχι μόνο. Έγιναν Νικλιάνοι με τον δικό τους τρόπο, σε χώρο που επιτρέπονταν.


Γδικιωμός

        Ο Γδικιωμός ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας από μέλος κάποιας άλλης. Σε οικογενειακό συμβούλιο αποφάσιζαν για τον τρόπο που θα ενεργούσαν. Το πρώτο κτύπημα δε γινόταν ποτέ απροειδοποίητα και ο στόχος ήταν η εξόντωση της αντίπαλης οικογένειας με κάθε τρόπο. Η οικογένεια που κήρυττε τον πόλεμο ηχούσε τις καμπάνες και με αυτόν τον τρόπο ξεκινούσε ο γδικιωμός (βεντέτα).

Η οικογένειες ήταν πατριαρχικές και σε περίπτωση θανάτου του πατέρα, αναλάμβανε ο πρωτότοκος γιος. Οι γυναίκες της οικογένειας δεν είχαν κανένα δικαίωμα και το διαζύγιο ήταν λέξη άγνωστη. Οι άνδρες ήταν διαρκώς απασχολημένοι είτε με τους γδικιωμούς (βεντέτες), είτε ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς.

Υπήρχαν περιπτώσεις που η βεντέτα έπρεπε να διακοπεί, όπως για το μάζεμα της ελιάς και για άλλες αγροτικές εργασίες. Σε αυτήν την περίπτωση υπήρχε η «τρέβα» που επέτρεπε μια προσωρινή ανάπαυλα – ανακωχή. Όταν αυτή τελείωνε, ο γδικιωμός ξεκινούσε από εκεί που είχε σταματήσει.

Άλλη περίπτωση ανακωχής ήταν όταν κάποια από τις εμπλεκόμενες σε βεντέτα οικογένεια είχε βαφτίσια, γάμο ή κάτι ανάλογο.

Ένα ακόμη είδος ανακωχής ήταν το το Ξέβγαρμα. Όταν κάποιος που βρίσκονταν σε διαδικασία βεντέτας ήθελε να κυκλοφορήσει δημόσια, χωρίς τον κίνδυνο να τον σκοτώσει κάποιος από την αντίπαλη οικογένεια, τότε έπρεπε να συνοδεύεται από τον Ξεβγάρτη. Ο Ξεβγάρτης ήταν ένα άτομο που κατάγονταν από ισχυρή οικογένεια που ήταν ουδέτερη ως προς τον πόλεμο. Ο Ξεβγάρτης δεν γινόταν να συνοδεύει κάθε μέρα το ίδιο πρόσωπο, αλλιώς θεωρούνταν η πράξη του κοροϊδία προς τους εχθρούς και δεν δεχόντουσαν το Ξέβγαρμα. Οι εχθροί δεν τολμούσαν να χτυπήσουν τον Ξεβγάρτη ή τον προστατευόμενο του, γιατί τότε η οικογένειά του θα συμμαχούσε με αυτή του προστατευόμενου και θα γινόντουσαν πιο ισχυροί.

Τα τελευταία μεμονωμένα περιστατικά έλαβαν χώρα κατά την δεκαετία του ’40. Ο γδικιωμός χάθηκε με τα χρόνια στη λήθη του χρόνου και όλα αυτά αποτελούν πια αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.

Μετά από ένα τρίωρο αναχωρήσαμε για το κατάλυμα αφού πρώτα αποχαιρετήσαμε και ευχαριστήσαμε τον Νίκο για τις όμορφες ιστορίες και εμπειρίες που μοιράστηκε μαζί μας και ύστερα αυτός με τη σειρά του μας έκανε ανοιχτή πρόσκληση φιλοξενίας.

 

Οίτυλο 

        Την τελευταία ημέρα στη Μάνη επισκεφτήκαμε το Οίτυλο. Εκεί μας περίμενε μια ακόμη ευχάριστη έκπληξη. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή τους. 

Μπαίνοντας στον λιθόστρωτο δρόμο για την πλατεία του χωριού, που οδηγεί επίσης στην Κοίμηση της Θεοτόκου, υπάρχουν δεξιά και αριστερά του δρόμου δυο καφενεία. Το μεν δεξιό ονομάζεται Κάστρο και το δε αριστερό Πέτρινο. Στο Κάστρο κάθονταν ένας παππούς με μια γιαγιά και στο Πέτρινο δυο μπαρμπάδες που ο ένας εξ αυτών έλεγε την ιστορία της Μάνης και τον άκουγαν οι υπόλοιποι. "Ώπα" λέμε, "εδώ είμαστε".

Λήψη από την πλευρά της πλατείας

Παρκάρουμε την μηχανή και καθόμαστε στο Πέτρινο, πρώτον γιατί είχε καλύτερη σκιά και δεύτερο επειδή θέλαμε να πιάσουμε κουβέντα με τον λαλίστατο κύριο και να τον ρωτήσουμε διάφορα. Αυτό που δεν είχαμε προσέξει ήταν πως το  Πέτρινο ήταν κλειστό.  "Κανένα πρόβλημα", μας είπαν, "παραγγείλτε από απέναντι, το παιδί λείπει και θα γυρίσει σε λίγο". "Σίγουρα;" ρωτήσαμε απορημένοι. Έτσι και έγινε. Παραγγείλαμε καφεδάκι από το Κάστρο και  τον ήπιαμε στο Πέτρινο. Αυτά είναι.



Πίνοντας το καφεδάκι ακούγαμε τον κύριο που αναφέρονταν στην ιστορία της Μάνης και με την άδεια του τον κινηματογράφησα για μερικά λεπτά. Μας απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις μας, δίνοντας την δική του εκδοχή, τεκμηριώνοντας και επιχειρηματολογώντας. Φοβερό μνημονικό, πολλά GB. Ο κύριος αυτός ονομάζεται Μιχάλης Μπατσινίλας  και έχει σελίδα στο διαδίκτυο http://www.mani.org.gr/poiisi/mpats/mp_poimata.htm

Μετά το καφεδάκι περιηγηθήκαμε στα στενά του χωριού. Το Οίτυλο πήρε το όνομά του από το μυθικό ήρωα Οίτυλο που καταγόταν από το Άργος. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκαν επιφανείς οικογένειες, όπως των Βυζαντινών πριγκίπων Κομνηνών (Στεφανόπουλων) και των Μεδίκων ή Γιατριάνων.


Από τις μεταναστεύσεις Μανιατών προς γειτονικές χώρες της Μεσογείου, χαρακτηριστικότερες είναι αυτές των δύο οικογενειών από το Οίτυλο: των Γιατριάνων (Μεδίκων, Medici), που έφυγαν το 1670 και εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας και των Στεφανόπουλων, που έφυγαν το 1675 για την Κορσική και μετά από περιπέτειες, λόγω της διαμάχης Κορσικανών-Γενοβέζων, κατέληξαν στο Καργκέζε της Κορσικής, όπου διατήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους και είναι και σήμερα ακόμα γνωστοί ως «Έλληνες». Εξίσου σημαντικές είναι και οι μεταναστεύσεις Μανιατών προς την Μικρά Ασία και κυρίως την Ιωνία.

Η νεότερη ιστορία της Μάνης συνοδεύτηκε από μια ακόμη μεγαλύτερη μετανάστευση, στο τέλος του 19ου αιώνα αρχές του 20ου, αυτή τη φορά προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την Αμερική. Το γεγονός αυτό, που συνεχίστηκε κατά κύματα για περισσότερο από μισό αιώνα, άφησε πίσω του ερειπωμένα χωριά, κυρίως της ορεινής Μάνης.


Λιμένι

        Αφήσαμε πίσω μας το Οίτυλο και κατηφορίσαμε προς το Καραβοστάσι, γνωστό επίσης με την ονομασία το Μικρό Αλγέρι, λόγω του δουλεμπορίου περί στα 1750. Όμορά του βρίσκεται το Νέο Οίτυλο με την μοναδική μεγάλη παραλία στην περιοχή με εύκολη πρόσβαση, το οποίο προσπεράσαμε για να βρεθούμε μετά από λίγο στο Λιμένι.

Το Λιμένι είναι γνωστό για το σπίτι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που δυστυχώς δεν βρίσκεται και στην καλύτερή του κατάσταση, με μια μαρμάρινη επιγραφή να μαρτυρά μάλλον τη τελευταία φορά που έγινε προσπάθεια συντήρησής του.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης στις 17 Μαρτίου του 1821 ξεκίνησε από την Αρεόπολη μαζί με άλλους πέντε χιλιάδες Μανιάτες, για να απελευθερώσουν την Καλαμάτα, από όπου και ξεκίνησε μαζικά ο αγώνας για την ελευθερία της χώρας. Λόγω της θέσης του, το Λιμένι αποτελεί επίνειο της Αερόπολης. Στην έξοδο σας από το Λιμένι στο αριστερό  σας χέρι θα διακρίνετε την ερειπωμένη εκκλησία της Παναγίας Ευρέτριας (Bρεττής).


Παναγία Ευρέτριας (Bρεττή)

Για φαγητό δεν επιλέξαμε το πολύ τουριστικό Λιμένι, άλλα πήραμε τον δρόμο προς Καλαμάτα, μέχρι να φτάσουμε στις Θαλάμες. Ο κεντρικός δρόμος που συνδέει την Καλαμάτα με την Αερόπολη περνά μέσα από το χωρίο, δίπλα από τον τεράστιο πλάτανο και την ταβέρνα που φυσικά ονομάζεται «Ο Πλάτανος».

Από τις Θαλάμες κατάγονταν ο Γιώργος Γεννηματάς, προτομή του οποίου υπάρχει απέναντι από την ταβέρνα. 

Το φαγητό και εδώ είναι πολύ καλό με πλούσιες μερίδες και λογικές τιμές. Μετά το φαγητό επιστρέψαμε στο κατάλυμα για ξεκούραση και την άχαρη στιγμή του μαζέματος.


Επιστροφή

        Η επιστροφή μας, ήταν αδιάφορη. Ακολουθήσαμε την διαδρομή για Σπάρτη, Τεγέα και από εκεί πήραμε τον παλιό (Αχλαδόκαμπο) μέχρι το Ναύπλιο για καφεδάκι, με θέα το Μπούρτζι. 

Τελειώνοντας αυτήν την ολιγοήμερη εξόρμηση ελπίζαμε σε ένα καλύτερο μοτοσυκλετιστικό καλοκαίρι, που, δυστυχώς, για διάφορους προσωπικούς λόγους, δεν ήρθε. Τα χειρόγραφα σχέδια μπήκαν προσωρινά στο συρτάρι και τα ψηφιακά αποθηκεύτηκαν  στον σκληρό του Η/Υ. Ο δρόμος είναι εκεί και περιμένει…



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια