LIVE - DREAM - RIDE στη Σιβηρία - Μογγολία


    Κείμενο: Κώστας Μανούσος
    Φωτογραφίες και Βίντεο: Κώστας Μανούσος / Βασίλης Τσιάμης

    Το Live-Dream-Ride είναι μια μοτοσυκλετιστική ιστορία γραμμένη ημερολογιακά. Παρέχει κάποιες πληροφορίες για τα μέρη που επισκεφτήκαμε παρμένες από το Wikipedia (είναι γραμμένες με πλάγια γραφή) και κάποιες για τα διαδικαστικά από την προσωπική μας εμπειρία.

    Ταξίδι σημαίνει μετακίνηση σε μακρινό προορισμό και παραμονή σ' αυτόν για κάποιο διάστημα. Αυτό ακριβώς κάναμε με τον καλό μου φίλο Βασίλη. Ταξιδέψαμε στην αχανή Ρωσία με την ιδιαίτερη κουλτούρα, κόντρα στα στοιχεία της φύσης, διασχίζοντας τη Σιβηρία με τις απέραντες στέπες, αλλά και με τα ατέλειωτα δάση έχοντας αφετηρία τον Μεσσηνιακό Κόλπο.


    Αναχωρήσαμε την Κυριακή 24 Ιουλίου 2016 από Καλαμάτα, με προορισμό και στόχο τη Ρωσική Άπω Ανατολή, μια περιοχή στη Βόρεια Ασία, ανάμεσα στη λίμνη Βαϊκάλη, στην Ανατολική Σιβηρία και τον Ειρηνικό Ωκεανό.

    Χωρίσαμε το ταξίδι σε τρεις φάσεις - στόχους. Ο πρώτος ήταν να φτάσουμε στο Ιρκούτσκ, ο δεύτερος να φτάσουμε Βλαδιβοστόκ και ο τρίτος να μπούμε Μογγολία.

Σχεδιάγραμμα της διαδρομής στο Tank-bag του Βασίλη.
Σε κάθε φάση μετρούσαμε τις δυνάμεις μας: σωματικές, ψυχολογικές, οικονομικές, μηχανικές και αφού ήμασταν εντάξει με τα παραπάνω, κοιτάζαμε τον επόμενο στόχο.
Βέβαια, σε κάθε περίπτωση, ο τελικός και σπουδαιότερος στόχος ήταν να επιστρέψουμε ασφαλείς! Και αυτό ήταν κάτι που είχαμε βάλει καλά στο μυαλό μας.

Τα Πρόσωπα
    Βασίλης, 68 ετών, έμπειρος ταξιδευτής, ο οποίος υπήρξε ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη της Λέσχης Ελλήνων Μοτοσικλετιστών (Λ.Ε.ΜΟ.Τ.) το 1979. 

Για του λόγου το αληθές...
Πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία Έλληνας μοτοσυκλετιστής που έχει κάνει αυτό το ταξίδι και μάλιστα με την επιστροφή να γίνεται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή οδικώς.

    Κώστας, 43 ετών. Ξεκίνησα τη μηχανή στα 31 μου και έμαθα το ταξίδι από τον Βασίλη. Μαζί έχουμε κάνει αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα, εντός και εκτός συνόρων.


Οι Μηχανές
      Το ταξίδι έγινε με Suzuki Bandit 650 και με Suzuki V-strom 650, έχοντας ήδη γραμμένα στα κοντέρ 130.000 και 125.000 χλμ αντίστοιχα.

    Βασιζόμενοι στις δικές μας οικονομικές δυνάμεις, με δικό μας σχεδιασμό, πατάμε μίζα, κουμπώνουμε πρώτη και ξεκινάμε το ταξίδι των 13 χωρών, 69 ημερών και 30.000 χιλιομέτρων.



1. ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ – ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Καλαμάτα - Βελίκιε Λούκι
    Η αναχώρηση από τη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα έγινε αρκετά νωρίς το πρωί, πριν ακόμα χαράξει και οι τροχοί των βαριά φορτωμένων μηχανών ρολάρουν σε γνωστούς ακόμη δρόμους.

    Στα σύνορα με τα Σκόπια ο Βασίλης ψάχνει επί ένα τέταρτο περίπου την πράσινη κάρτα της μηχανής και το συμβάν καταγράφεται. Λίγο μετά τον έλεγχο των διαβατηρίων στη Σερβία, η πρώτη βροχή του ταξιδιού ήταν γεγονός μαζί με το πρώτο πρόβλημα, αυτό της αντλίας βενζίνης του Bandit. Το θέμα της αντλίας μας συντρόφευσε για τα επόμενα 8.000 χλμ, μέχρι να καταφέρουμε να δώσουμε την οριστική λύση. Η βροχή δεν κράτησε πολύ και το απόγευμα ήμασταν στο Βελιγράδι. Συζητήσαμε το θέμα της αντλίας και ο Βασίλης αποφάσισε να το κοιτάξει στη Βιέννη, που ήταν ο προορισμός μας για την επόμενη ημέρα.

  Στα σύνορα Σερβίας – Ουγγαρίας έχει πάντα αρκετή κίνηση και εκείνη την ημέρα δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Σύνορα Σερβίας-Ουγγαρίας
    Στην Ουγγαρία κάναμε μια σύντομη στάση στο χωριό Beloiannisz (Μπελογιάννης), 30 χιλιόμετρα νότια της Βουδαπέστης. Εκεί ζουν πλέον γύρω στους 300 Έλληνες από 2.000 που ήταν αρχικά. Το χωριό το έφτιαξαν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στα τέλη της δεκαετίας του 40 και το ονόμασαν έτσι στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη. Τις πληροφορίες αυτές μας τις έδωσε ο κύριος Αχιλλέας, που συναντήσαμε τυχαία στην είσοδο του χωριού και που κατοικεί σε αυτό από το 1949.

Ο κύριος Αχιλλέας με τον Βασίλη
Το απόγευμα μπήκαμε στη Βιέννη και καταλήξαμε στο Camping Wien West, όπου κάναμε δύο διανυκτερεύσεις. Το βράδυ ένα ζευγάρι Γερμανών μας έπιασε τη κουβέντα, όντας και αυτοί μοτοσυκλετιστές. Η μοτοσυκλέτα είναι πάντα θέμα συζήτησης και η γλώσσα κοινή. Τους δώσαμε δύο τσιπουράκια και ελιές καλαμών (μέχρι τα βάθη της Σιβηρίας κερνούσαμε ελιές καλαμών, χαχαχαχα). Επιστρέφοντας από το ντους μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Βρήκαμε δύο μπύρες στην πόρτα μας από τους Γερμανούς. Τις πήραμε και πήγαμε να τις πιούμε παρέα. Ήταν μια ωραία βραδιά, μια ωραία αρχή στο ταξίδι μας.

    Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας πήγαμε στο συνεργείο της αντιπροσωπείας που είχε κάνει «κλικ» στον Βασίλη μετά από την ιντερνετική έρευνα που είχε κάνει. Δεν είχαμε κλείσει ραντεβού (ήταν και φουλ σεζόν). Μας έδιωξαν λέγοντας μας πως δεν είχαν καθόλου κενό. Εμείς όμως καιγόμασταν, γιατί από 29 Ιουλίου ξεκινούσε η βίζα της Ρωσίας και το ημερολόγιο έγραφε 27 Ιουλίου. Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε ένα μεγάλο κατάστημα με αξεσουάρ μηχανών και εκεί ρωτήσαμε για συνεργεία. Πήγαμε σε ένα που μας πρότειναν και θεωρήσαμε ότι επισκεύασαν την αντλία. Επιστρέφοντας στο κάμπινγκ βρήκαμε τον φίλο Σωτήρη με τη σύντροφό του, που είχαν προορισμό τις χώρες του βορρά αυτή τη φορά, όμως με αυτοκίνητο. Τα είπαμε για λίγο και πέσαμε νωρίς για ύπνο καθώς την επόμενη ημέρα είχαμε αναχώρηση αρκετά πρωί.

    Από το βράδυ κιόλας είχε ξεκινήσει δυνατή βροχόπτωση. Ο Σωτήρης σηκώθηκε για να μας αποχαιρετήσει και να μας ευχηθεί καλό ταξίδι. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει με μέτρια ένταση, με την κίνηση στην πόλη να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πριν προλάβουμε να βγούμε από τη Βιέννη είχαμε ήδη χωριστεί με τον Βασίλη. Δεν υπήρξε όμως κάποιο πρόβλημα, καθώς γνωρίζαμε και οι δυο τον τελικό προορισμό της ημέρας. Γρήγορο πέρασμα από Τσεχία και είσοδο σε Πολωνία, με τη βροχή να κάνει παιχνίδια. Νωρίς το απόγευμα είχα φτάσει στο Radomsko. Το κατάλυμά μας βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία και έχει αρκετά πράγματα να δεις και να κάνεις, όπως τένις, ιππασία, ζωολογικό κήπο, adventure park, καρτ κτλ. Μετά από λίγο έφτασε και ο Βασίλης.

Ιδανικό μέρος για δραστήριες οικογένειες
    Το άλλο πρωί συνεχίσαμε τη βορειοανατολική μας πορεία, περνώντας από την πρωτεύουσα Βαρσοβία, για να καταλήξουμε σε μια πόλη κοντά στα σύνορα με τη Λιθουανία, το Suwalki. Οι διαδρομές δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το GPS να μου εμφανίζει τη μέση ωριαία ταχύτητα σε κάποιες από αυτές. Έχουν ζώνες στις οποίες μετράνε τη Μ.Ω.Τ., με κάμερες στη είσοδο και την έξοδο, άρα η αυστηρή τήρηση των ορίων ταχύτητας ήταν μονόδρομος.

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η πόλη του Suwalki και οι γύρω περιοχές το 1939 καταλήφθηκαν για λίγο από τον Κόκκινο Στρατό. Ωστόσο, στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, οι Σοβιετικοί αποσύρθηκαν και μετέφεραν την περιοχή στους Γερμανούς, σύμφωνα με το Σύμφωνο Molotov - Ribbentrop. Στη συνέχεια οι Γερμανοί πραγματοποίησαν μαζικές συλλήψεις Πολωνών και όσοι δεν στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δολοφονήθηκαν επιτόπου. Οι Ναζί βεβήλωσαν το εβραϊκό νεκροταφείο, όπου βρίσκεται σήμερα ένα μνημείο και τείχος θραυσμάτων. Μετά το τέλος του πολέμου η αντίσταση συνέχισε των αγώνα της, αυτή τη φορά όμως κατά των Σοβιετικών μέχρι το 1950.

    Από το Suwalki μέχρι και το Βελίκιε Λούκι στη Ρωσία είχαμε να καλύψουμε 645 χιλιόμετρα. Έτσι στις 08:00 ήμασταν στο δρόμο για τη συνέχεια του ταξιδιού. Λιθουανία και Λετονία ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε δεν χρειάστηκε κάποιος έλεγχος στα μεταξύ τους σύνορα. Στη Λετονία κάναμε την πρώτη χωμάτινη διαδρομή του ταξιδιού μας, η οποία ήταν αρκετά βατή ακόμα και για το Bandit.

-Που με έφερες από εδώ;
-Το GPS, αφού!
     Ο Βασίλης γενικά απεχθάνεται το χώμα, έτσι χώρισαν οι δρόμοι μας μέχρι τα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτό θα συνέβαινε αρκετές φορές ακόμα. Μόλις ξεκινούσε το «μαζί και χώρια». Έτσι ονομάσαμε τον τρόπο που ταξιδέψαμε. 

    Φτάνοντας στα σύνορα αντικρίσαμε μια τεράστια ουρά από φορτηγά. Για 2-3 χιλιόμετρα προσπερνούσαμε τα ακινητοποιημένα φορτηγά μέχρι να φτάσουμε στον έλεγχο.
Η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και μέχρι να έρθει η σειρά μας ανοίξαμε κάνα δυο κονσέρβες να φάμε. 

Και τι να κάνεις! Να κάτσεις να πεινάσεις;
    Εκεί γνωρίσαμε και τον πρώτο Ρώσο του ταξιδιού μας, τον Μάρκ που επέστρεφε από ταξίδι που είχε κάνει στην Ευρώπη με την Goldwing (για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα τον πρώτο Ρώσο που θα γνώριζα ότι θα τον έλεγαν Μάρκ). Περάσαμε τον έλεγχο εξόδου από την Ευρώπη με τον Μάρκ και συνεχίσαμε για τον Ρωσικό έλεγχο. Ο Μάρκ προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει στον ρωσικό έλεγχο και να συνεχίζαμε μαζί μέχρι το Βελίκιε Λούκι, την πρώτη μας διανυκτέρευση εντός ρωσικού εδάφους. Στον έλεγχο των διαβατηρίων όλα πήγαν καλά, στο τελωνείο όμως καθυστερήσαμε αρκετά. Αντίθετα με εμάς, ο Μάρκ που είχε Ρωσικές πινακίδες τελείωσε με συνοπτικές διαδικασίες και προχώρησε. Μας έδωσαν να συμπληρώσουμε κάποια έντυπα για τις μηχανές, που ήταν στα Ρωσικά γραμμένα. Δεν φτάνει που είχε φύγει και ο Μάρκ, πέσαμε και στην αλλαγή της βάρδιας, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το επόμενο που αντιμετωπίσαμε και εδώ φταίει το δαιμόνιο της ελληνικής γραφειοκρατίας, ήταν ότι στην άδεια αναγράφονταν ένα μηδέν πριν τα νούμερα που είναι γραμμένα στην πινακίδα της μηχανής, για παράδειγμα στην άδεια 0456 και στην πινακίδα 456. Ο Ρώσος τελωνιακός ρώτησε γιατί δεν γράφει μηδέν στην πινακίδα και απαντήσαμε πως στην Ελλάδα η άδειες των μηχανών είναι ίδιες με των αυτοκινήτων που έχουν τετραψήφια νούμερα και πως ήταν θέμα μηχανογράφησης. Η όλη κουβέντα δεν έγινε ούτε γρήγορα, ούτε και απλά. Τεσσερισήμισι ώρες η όλη διαδικασία στα σύνορα Λετονίας – Ρωσίας. 
Τελειώνοντας όλες τις διαδικασίες σκεφτήκαμε πως ο Μάρκ την είχε «κάνει», αλλά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Ο Μάρκ μας περίμενε υπομονετικά μιάμιση ώρα περίπου, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα από τον έλεγχο, πράγμα που μας έκανε μεγάλη εντύπωση (εμείς μάλλον θα την είχαμε «κάνει»). Άνετα θα μπορούσε να είχε φύγει και να συνέχιζε το ταξίδι του.

Μάρκ σε ευχαριστούμε!
Πρώτες ώρες στη Ρωσία και είχα βγάλει ήδη δυο συμπεράσματα, όπου οι περιστάσεις και τα γεγονότα που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με επιβεβαίωσαν στο έπακρο. Πρώτον, στη Ρωσία είναι όλα πολύπλοκα (οι διαδικασίες μου θύμισαν στρατό) και δεύτερον πως οι Ρώσοι είναι φιλόξενοι (καμιά σχέση με την εικόνα που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου).
Με το τελευταίο φως ξεκινήσαμε και οι τρείς μας για τα τελευταία 150 χλμ της ημέρας μέχρι το Βελίκιε Λούκι, με μπροστάρη τον Μάρκ, όπου φτάσαμε περίπου στις 23:00. Αφού προσκαλέσαμε τον Μάρκ να κοιμηθεί μαζί μας, βγάλαμε ελιές, τσιπουράκια και ότι άλλο είχαμε, πάνω στο τραπέζι του δωμάτιο. Τρώγοντας, πίνοντας και κουβεντιάζοντας πέρασε κάνα δίωρο.

    Μετά από 7 ημέρες και 3,500 χιλιόμετρα είχαμε μπει στη ρωσική επικράτεια, που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης και ολόκληρη τη Βόρεια Ασία, έχει 11 ζώνες ώρας, καταλαμβάνει πάνω από το 1/8 της Παγκόσμιας κατοικήσιμης γης, έχει τη μεγαλύτερη, βαθύτερη και παλαιότερη λίμνη του κόσμου, τη Βαϊκάλη με 654 χλμ μήκος, 74 χλμ πλάτος και 1680 μέτρα βάθος!
Με την αμερικάνικη ήπειρο πόσες ζώνες ώρας άραγε να μας χωρίζουν;
    Οι θερμοκρασίες μέχρι και τη Βιέννη ήταν κοντά στους 34 βαθμούς, από εκεί και πάνω έπεσε περίπου κατά 10 βαθμούς. Γενικότερα η θερμοκρασίες που αντιμετωπίσαμε στο πήγαινε ήταν μεταξύ 20 και 25 βαθμών.

2. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΡΩΣΙΑ

Βελίκιε Λούκι - Τσελίαμπινσκ
    Στις οχτώ και μισή το πρωί βρισκόμασταν ήδη στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και τρώγαμε το πρωινό που σέρβιρε. Μιας και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ακόμη στην κατοχή μας ρωσικά νούμερα τηλεφώνου για να αλλάξουμε με τον Μάρκ, γίναμε φίλοι στο facebook, πράξη σωτήρια, αφού μερικές μέρες αργότερα μας έλυσε τα χέρια. Λίγο πριν αναχωρήσουμε μας πλησίασαν δύο Ρώσοι μοτοσυκλετιστές, ακολούθησε θερμή χειραψία και μας ευχαρίστησαν που επισκεφτήκαμε τη χώρα τους. Τη φάση σκέφτομαι! Ο Μάρκ, που βιάζονταν να φύγει, καβάλησε το λευκό Goldwing και με μια κίνηση του χεριού του μας αποχαιρέτησε, έχοντας βάλει πλώρη για Μόσχα.

Καλό δρόμο!
    Μετά από λίγο αναχωρήσαμε και εμείς, χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο τελικό προορισμό για την ημέρα. Απλά κινούμασταν προς τα Ανατολικά. 
Μετά από 80χλμ. νιώθαμε ήδη κουρασμένοι, η αλήθεια ήταν πως δεν είχαμε κοιμηθεί καλά, αφού ξαπλώσαμε αργά λόγω της κουβέντας που είχαμε με τον Μάρκ. Ο καιρός δεν ήταν σύμμαχος, ξεκίνησε αρχικά να βρέχει και μετά να ρίχνει χαλάζι. Τα φορτηγά από το αντίθετο ρεύμα εκτόξευαν κατά το πέρασμά τους τα λιμνάζοντα νερά του δρόμου πάνω μας. Ο δρόμος αυτός "τρέχει" τη Ρωσία από Ανατολή προς Δύση, είναι διπλής κατεύθυνσης, με μια λωρίδα ανά κατεύθυνση, χωρίς κάποιο στηθαίο να τις χωρίζει στο μεγαλύτερό του τμήμα. Μετά από 340 χλμ σταματήσαμε σε ένα ξενοδοχείο προκειμένου να μαζέψουμε δυνάμεις και βεβαίως να στεγνώσουμε. Στο ξενοδοχείο ο Βασίλης πάλι μου ανέφερε πρόβλημα με την αντλία. Οι αυστριακοί δυστυχώς δεν είχαν λύσει το θέμα.

    Η πορεία μας για τα επόμενα 7,500 χιλιόμετρα ήταν Ανατολική και μόνο. Ο περιφερειακός της Μόσχας (μεσαίος περιφερειακός) είναι με πέντε λωρίδες ανά κατεύθυνση και ΛΕΑ. Συναντήσαμε απίστευτο μποτιλιάρισμα, μικροτρακαρίσματα, ακινητοποιημένα από βλάβες αυτοκίνητα και ασθενοφόρα των οποίων ηχούσαν οι σειρήνες, μήπως κατάφερναν να διώξουν από τη ΛΕΑ τα αυτοκίνητα. Για να φτάσουμε στην ανατολική πλευρά της Μόσχας από το βόρειο ημικύκλιο του μεσαίου περιφερειακού, περίπου 50 χλμ, κάναμε 1 ½ ώρα.

Περιφερειακός Μόσχας
    Πως ξεμπερδέψαμε σε μόλις μιάμιση ώρα από τον περιφερειακό; Κάναμε ότι και οι ντόπιοι. Τέρμα αριστερά (έχει ένα μικρό κενό περίπου 1 μέτρο, κάτι σαν μικρή ΛΕΑ), αναμμένα αλάρμ και μάτια 114!!!

    Στο δρόμο μέχρι το Νίζνι Νόβγκοροντ, όπου υπάρχει οικισμός, πόλη ή χωριό υπάρχουν και διαβάσεις πεζών, γραμμές τρένου, κάμερες (δύο στις διαβάσεις και άλλες δύο στη είσοδο και έξοδο της πόλης) και στάσεις λεωφορείων (κοντά στις διαβάσεις). Να σας θυμίσω πως πρόκειται για τον κεντρικό οδικό άξονα. Όπως διαπιστώσαμε, αυτό συνέβαινε για αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα και μετά το Νίζνι Νόβγκοροντ.

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είναι η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας, με πληθυσμό άνω των 1,2 εκατομμυρίων κατοίκων. Από το 1932 έως το 1990 η πόλη ήταν γνωστή με το όνομα Γκόρκι, προς τιμήν του συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι που γεννήθηκε εκεί. Κατά τη σοβιετική περίοδο, η πόλη μετατράπηκε σε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο και πήρε το ψευδώνυμο "Ρωσικό Ντιτρόιτ". Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε ο μεγαλύτερος πάροχος στρατιωτικού εξοπλισμού στο Ανατολικό Μέτωπο και για το λόγω αυτό οι γερμανοί βομβάρδιζαν συνεχώς την πόλη. Μετά τον πόλεμο, έγινε μια κλειστή πόλη και παρέμεινε έτσι μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Το επόμενο διάστημα μετονομάστηκε ξανά σε Νίζνι Νόβγκοροντ.

    Το απόγευμα ασχοληθήκαμε με την αντλία του Βασίλη (λύσιμο, καθάρισμα), καθώς του έκανε πάλι διακοπές. Όπως όμως διαπιστώσαμε τις επόμενες ημέρες, ούτε και εμείς είχαμε καταφέρει κάτι ακόμα. 

    Στο Νίζνι καθίσαμε δύο ημέρες. Στο διάστημα αυτό εξερευνήσαμε την πόλη, κάναμε συνάλλαγμα και το πιο σημαντικό, πήραμε Ρωσικά νούμερα. Αυτό το τελευταίο έκανε το «μαζί και χώρια» ακόμα πιο ασφαλές.

Τι σκ@τ@ να έχει;

Βολτάροντας στο Νίζνι

Τυπική είσοδος σε πολυκατοικία

Να τα εκατοστίσεις βρε! Με Αγάπη!!!
    Λίγο οι αναποδιές, λίγο τα έργα, τα χιλιόμετρα στη Ρωσία ήταν δύσκολα. Για εκατό μέτρα έργου, υπήρχαν ουρές οχτώ χιλιομέτρων και βάλε, ανά κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, καταφέρναμε και κάναμε περίπου 450 χλμ ημερησίως. 

Αμέτρητες οι στάσεις μας στα έργα.
    Σε κάποιο από τα πολλά έργα, λίγο πριν το Καζάν, ο Βασίλης έπαθε λάστιχο. Όταν συνέβη αυτό, μόλις που είχα περάσει από ένα σημείο που εκτελούνταν έργα και η αναστροφή ήταν αρκετά επικίνδυνη για να γίνει. Κουτσά στραβά κατάφερε και το επισκεύασε, αλλά θεωρήσαμε ότι έπρεπε να γίνει εσωτερικό μπάλωμα από επαγγελματία. 

Στις εισόδους των περιφερειών και των μεγάλων πόλεων υπάρχουν αντίστοιχα σημεία ελέγχου (εδώ πριν την είσοδο στο Καζάν) 
    Έτσι στο Καζάν ξεκίνησε μια μικρή περιπέτεια, βουλκανιζατεροπεριπέτεια για την ακρίβεια. Τίποτα δεν είναι εύκολο στη Ρωσία. Αρχικά ρωτήσαμε σε βουλκανιζατέρ αυτοκινήτων, όπου μηχανάκια δεν έπιαναν με την καμία. Το ωραίο, όμως, ήταν πως δεν ήταν ούτε σε θέση να μας πουν που να πάμε, αλλά και όσοι ήταν σε θέση μας έστελναν σε βουλκανιζατέρ αυτοκινήτων. Σε αυτό το σημείο ήταν που θυμήθηκα των Μάρκ. Του έστειλα μήνυμα στο messenger με την κατάστασή μας και το τηλέφωνό μου. Πράγματι μετά από λίγο μιλούσα με τον Μάρκ, του οποίου έστειλα τη θέση μας και σε δέκα λεπτά μέσα μου έστειλε το μέρος που έπρεπε να πάμε.

    Το βουλκανιζατέρ στεγάζεται σε ένα από τα χαμηλά κτίσματα που αντικρίσαμε, με τον ιδιοκτήτη του να έχει κάνει μια αισθητική παρέμβαση στην πρόσοψη του κτηρίου. Παρά την όψη του κτηρίου, αλλά και του μάστορα, τολμώ να πω πως η εργασία που εκτέλεσε ήταν σε επαγγελματικό επίπεδο. 

Μετάφραση: Τοποθέτηση ελαστικών

-Κάτι μεγαλύτερο δε βρήκες να πατήσεις;
-Έννοια σου και με περιμένει παρακάτω.
    Με την επισκευή του ελαστικού του Βασίλη δεν ξαναασχοληθήκαμε. Η όλη διαδικασία μας πήρε αρκετή ώρα, με αποτέλεσμα να φύγουμε από το Καζάν στις 14:00 περίπου, αφού πρώτα συζητήσαμε την πιθανότητα να μείνουμε εκεί το βράδυ, την οποία και οι δύο αποκλείσαμε. Αποφασίσαμε να φτάσουμε Ούφα, καθώς όμως μας χώριζαν 550 χλμ και θα φτάναμε βράδυ, ο Βασίλης έκανε κράτηση σε κάποιο δωμάτιο. Ήταν η δεύτερη φορά, μα όχι τελευταία που θα ταξιδεύαμε νύχτα και μάλιστα συνοδεία βροχής.

Η οικοδέσποινα μας στην Ούφα
    Η κούραση της προηγούμενης ημέρας και η άφιξή μας στην Ούφα κατά τη 01:00, αργοπόρησε την αναχώρηση μας την επομένη. Με κατεύθυνση πάντα προς τα ανατολικά συνεχίσαμε την πορεία μας έχοντας βάλει σκοπό να περάσουμε τα φυσικά σύνορα Ευρώπης – Ασίας και να φτάσουμε στο Τσελιάμπινσκ. Λίγο πριν την ανάβαση των Ουραλίων, συναντήσαμε ένα τροχαίο ατύχημα (λεωφορείο με φορτηγό), που μας προσγειώνει απότομα στη ρωσική οδική πραγματικότητα. 

Ουπς!!!
    Λίγο πριν το πέρασμα στη Σιβηρία, εκεί πάνω στα Ουράλια, κάναμε στάση για φαγητό  παρέα με έναν κινέζο ποδηλάτη, που έκανε το δρομολόγιο Πεκίνο – Μόσχα. Λίγο αργότερα σταμάτησε και ένα καμιόνι με εργάτες οι οποίοι μας πλησίασαν. “Ατκούντα” (από πού είστε;) μας λένε. “Γκρέτσια”, απαντάμε. Βέβαια ούτε αυτοί, αλλά ούτε και ο κινέζος ήξερε που βρίσκεται η Ελλάδα. Για την ιστορία να σας πω ότι δεν είχαν ξανακούσει για Ελλάδα. Τι Ακρόπολη τους είπαμε, τι δημοκρατία, τι φιλοσοφία! Τίποτα! Μόνο με ολυμπιακούς αγώνες σαν κάτι να κατάλαβαν και μετά τους δείξαμε στον χάρτη. Κεράσαμε τους εργάτες ελίτσες καλαμών, μιας και τον κινέζο τον είχαμε ήδη φιλέψει ρύζι με τόνο (ε, να του θυμίσουμε λίγο την πατρίδα).

Τα ανοιχτά καπό, είναι μια γνώριμη εικόνα στη Ρωσία
ΛΙΓΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Τα Ουράλια όρη είναι οροσειρά της Ρωσίας που αρχίζει σχεδόν από τον Β. Παγωμένο Ωκεανό και κατευθύνεται προς τα νότια, φθάνοντας σχεδόν ως την Κασπία Θάλασσα. Το συνολικό μήκος της είναι γύρω στα 2.000 χιλ. Μαζί με τον Ουράλη ποταμό αποτελούν τα φυσικά σύνορα που χωρίζουν την Ευρώπη από την Ασία.

Περνώντας τα Ουράλια Όρη βρεθήκαμε στη Σιβηρία και αργά το απόγευμα μπήκαμε στο Τσελιάμπινσκ.

3. ΑΣΙΑ – ΣΙΒΗΡΙΑ

Τσελίαμπινσκ - Νοβοσιμπίρσκ
    Από το Όμσκ ήδη βρισκόμασταν τέσσερις ώρες μπροστά από την Ελλάδα και από το Βλαδιβοστόκ, τον δεύτερό μας στόχο, απείχαμε άλλες τέσσερις ζώνες ώρας. Τις αποστάσεις πια είχαμε αρχίσει να τις μετράμε με τις μέρες. Οι δρόμοι είναι βομβαρδισμένοι. Έργα, σκόνη, λάσπες, ατελείωτες ουρές χιλιομέτρων και για πολλοστή φορά αναφέρω ότι είναι ο κεντρικός οδικός άξονας. Διαδρομές με απέραντες στέπες χωρίς κάποιο ενδιαφέρον και ατελείωτες ευθείες. Είχε αρχίσει να γίνεται κουραστικό. Ευτυχώς όλα αυτά μετά το Νοβοσιμπίρσκ κάπως καλυτέρεψαν, αλλά μέχρι να φτάσουμε εκεί, μας περίμενε μια ακόμη περιπέτεια.

Να από εκεί θα πάμε. Το γράφει κιόλας!

Ευλογημένος ο καφές με τα κορίτσια!

Σε κάθε είσοδο περιφέρειας ή δήμου υπάρχουν τέτοιες κατασκευές
Μετά το Τσελιάμπινσκ κατευθυνθήκαμε προς Αμπάτσκοε, με σκοπό την επόμενη ημέρα να διανυκτερεύσουμε στο Μπάραμπινσκ. Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολογίσαμε και σταθήκαμε άτυχοι ως προς την εύρεση καταλύματος στη συγκεκριμένη περιοχή, παρόλο που είχαμε φτάσει σε καλή ώρα για ανεύρεση καταλύματος.

    Συνεχίσαμε και μετά από 30 χλμ έσπασε η αλυσίδα μου. Τυχερός στην ατυχία μου που δεν μπλέχτηκε πουθενά, να είχαμε και άλλα, σκέφτηκα. Από το πουθενά, μέσα από μια συστάδα δέντρων, πετάγεται ένας Ρώσος με το μηχανάκι του. Αφού έγιναν οι πρώτες συστάσεις (σε άπταιστα ελληνικά και ρωσικά, φυσικά) τον ρωτήσαμε που έχει κάποιο συνεργείο. Πρώτα όμως έψαξα να βρω την αλυσίδα, που πρώτον, ευτυχώς δε είχε χτυπήσει κάποιο άλλο όχημα, και δεύτερον, τη βρήκα. Είχε κοπεί στο σημείο σύνδεσης. Πήρα το μηχανάκι του Βασίλη, την αλυσίδα και ακολουθώ τον Ρώσο για 20 χλμ προς την κατεύθυνση που είχαμε έρθει, για να πάμε σε κάποιο συνεργείο – μηχανουργείο. Η αλυσίδα έχει κανονικά 116 λινκ, κόπηκε το ένα και αφαιρέσαμε ακόμη ένα για να ταιριάξει το κούμπωμα. Αποτέλεσμα: 114 λινκ. Τα παιδιά στο μηχανουργείο δεν πήραν κάτι, τους ευχαρίστησα και επέστρεψα στον Βασίλη.
Είχαν μαζευτεί και άλλοι δυο Ρώσοι μοτοσικλετιστές, οι οποίοι με βοήθησαν στην τοποθέτηση της αλυσίδας. Με τον έναν από αυτούς έμελλε να ξαναβρεθούμε.

Θυμηθείτε το Tenere
    Με τη ρόδα στο τέρμα προς τα εμπρός, η αλυσίδα δε έφτανε να κουμπώσει για ένα με δυο χιλιοστά. Αφαίρεσα τον άξονα, περάσαμε την αλυσίδα στο πίσω γρανάζι, «έκλεισα» την αλυσίδα με μια βίδα σαν πείρο με παξιμάδι ασφαλείας και την «κεφάλωσα». Μετά, σειρά είχε το κέντρο του τροχού να ευθυγραμμιστεί με τις οπές του ψαλιδιού και να περάσει ο άξονας. Με τα δυο πόδια στο ψαλίδι για κόντρα, τράβηξα τον τροχό προς τα πίσω και ο Ρώσος που κρατούσε τον άξονα, τον πέρασε. Δεν ήταν εύκολη διαδικασία, αλλά δεν είχα και εφεδρική αλυσίδα μαζί μου, το μόνο που με ησύχαζε, ήταν πως η πρωτεύουσα της Σιβηρίας, το Νοβοσιμπίρσκ απείχε 250 χλμ μακριά. Η αλυσίδα ήταν τσίτα, κάγκελο. Το πρώτο τεστ ήταν το κατέβασμα της μηχανής από το διπλό σταντ και το δεύτερο ήταν να καθίσω πάνω στη μηχανή. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και δεν σκόρπισε τίποτα.

Τι ξέχασα...ααα ναι. Συνδετικούς κρίκους αλυσίδας.
    Ο ήλιος είχε δύσει. Παρά τα 730 χλμ που είχαμε καλύψει εκείνη τη μέρα, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ και να εκμεταλλευτούμε την επιπλέον μέρα εκεί.

    Με μέγιστη ταχύτητα τα 50 χλμ την ώρα, συν τη βραδινή οδήγηση, συν τη βροχή, τα 250 χλμ μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ μου φάνηκαν ατελείωτα. Όταν φτάσαμε το ημερολόγιο έγραφε 8 Αυγούστου 2016 και ώρα έξι το πρωί. Εκείνη τη μέρα κάναμε 980 χιλιόμετρα, τα περισσότερα μαζεμένα του ταξιδιού και βρισκόμασταν 22 ώρες στο δρόμο.

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Νοβοσιμπίρσκ είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας, μετά τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, και πρωτεύουσα της Περιφέρειας Νοβοσιμπίρσκ και του Σιβηρικού Διαμερίσματος.
Η πόλη απλώνεται στις όχθες του ποταμού Ομπ, στην πεδιάδα της δυτικής Σιβηρίας και ιδρύθηκε το 1893 ως Νικολάγεβσκ (προς τιμήν του τσάρου Νικολάου Β'), με σκοπό να δημιουργηθεί εκεί η μεγάλη γέφυρα του ποταμού Ομπ για τις ανάγκες του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου. Η σημασία της αυξήθηκε περαιτέρω στις αρχές του 20ού αιώνα με την ολοκλήρωση της γραμμής Τουρκεστάν -Σιβηρία, η οποία συνδέει το Νοβοσιμπίρσκ με την κεντρική Ασία και την Κασπία θάλασσα. Το 1925 πήρε τη σημερινή του ονομασία, που σημαίνει Νέα Σιβηρική.

    Το Νοβοσιμπίρσκ το είχε επισκεφτεί ξανά ο Βασίλης το 2013 και οι τότε υποχρεώσεις δεν μου επέτρεψαν να τον ακολουθήσω. Τότε ήταν που ο Βασίλης σε ένα μότο φεστιβάλ βραβεύτηκε ως ο πιο μακρινός ταξιδευτής.

Βασίλης - Νοβοσιμπίρσκ 2013
    Στην πόλη καθίσαμε δύο ημέρες και είπαμε να κακομάθουμε τους εαυτούς μας. Έτσι κλείσαμε σε καλό ξενοδοχείο. Τις προηγούμενες ημέρες, είτε κοιμόμασταν σε στάσεις λεωφορείων είτε σε πανδοχεία (γκοστίνιτσα) που βρίσκονται στην άκρη του δρόμου και εξυπηρετούν διερχόμενους οδηγούς. 

Πολυτέλεια λέμε και κλαίμε!
    Στο ξενοδοχείο ρωτήσαμε για συνεργείο μηχανών και μας έστειλαν στη Yamaha και από εκεί σε ένα άλλο μαγαζί το FBR, το οποίο πουλάει αξεσουάρ και ανταλλακτικά μηχανών. Εννοείται πως δε το βρήκαμε εύκολα, γιατί είναι άλλο να βρίσκεις το κτίριο που ψάχνεις στη Ρωσία και άλλο να βρεις την είσοδο σε αυτό. 

Επάνω το μαγαζί με τα ανταλλακτικά και τα αξεσουάρ και από κάτω το συνεργείο
    Ο Roman, υπάλληλος του καταστήματος, μιλούσε ευτυχώς αγγλικά και έτσι η συνεννόηση με τον μάστορα έγινε εύκολα. Από εκεί αγόρασα τα αναλώσιμα και ακριβώς από κάτω, που δε το βλέπει ήλιος, σε μια θέση κλειστού πάρκινγκ αυτοκινήτου (μάλλον), βρίσκεται το συνεργείο. Ο Boban ο μάστορας λοιπόν, τοποθέτησε την καινούργια αλυσίδα (τσουμπάκι) στο μηχανάκι, με την οποία και έβγαλα όλο το υπόλοιπο ταξίδι.

Η κεντρική είσοδος για το συνεργείο. Το συνεργείο βρίσκεται στα δεξιά μας

Boban ο μάστορας
    Την επόμενη ημέρα επισκεφτήκαμε ξανά το κατάστημα, αυτή τη φορά για να αλλάξει ο Βασίλης μπαταρία, καθώς το πρωί δε πήρε μπρος και τον έσπρωξα για τρίτη φορά τις τελευταίες ημέρες. Τότε γνωρίσαμε και τον ιδιοκτήτη, τον Anton, με τον οποίον γευματίσαμε και μας κέρασε.

Από αριστερά ο Anton, ο Βασίλης, εγώ και ο Roman στο κατάστημα FBR
    Η αντλία του Βασίλη έκανε διαρκώς κόλπα και κάποια στιγμή θα έπρεπε να ασχοληθούμε σοβαρά με το θέμα. Δεν ήταν όμως ακόμα η ώρα του.
 
    Κοιτάζοντας τον χάρτη και μετρώντας μέρες και αποστάσεις, βρισκόμασταν στη μέση της διαδρομής αυτής της αχανούς χώρας, που μοιράζεται σε δύο ηπείρους. Στο άκουσμα της λέξης Σιβηρία, οι περισσότεροι φέρνουν στο νου τις πολικές θερμοκρασίες και όχι άδικα, αφού εδώ σημειώνονται οι χαμηλότερες θερμοκρασίες στον πλανήτη κατά τη χειμερινή περίοδο. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που μας ρώτησαν αν βρήκαμε χιόνια (όχι δε βρήκαμε). Εκτός από την ψυχρότητα των χειμώνων, πολλοί έχουν επίσης συνδυάσει τη Σιβηρία με τα Γκούλαγκ, ως τόπος εξορίας των αντιφρονούντων κατά τη σοβιετική περίοδο. Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα από αυτά τα στρατόπεδα βρίσκονταν στην ευρωπαϊκή πλευρά της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ονομασία Γκουλάγκ, ή και Γκούλαγκ, είναι το αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα «στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι κ.λπ».
Στην κυριολεξία γκουλάγκ δεν λέγονταν τα στρατόπεδα, αλλά η κρατική υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για τη διαχείρισή τους. Μία άλλη υπηρεσία, η Ντάλστροϊ, ήταν υπεύθυνη για την εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων που παρήγε η καταναγκαστική εργασία.
Τα στρατόπεδα της Γκουλάγκ έγιναν διαβόητα καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κρατούνταν στις φυλακές αυτές εξαφανίζονταν και έχαναν κάθε επαφή με τις οικογένειες τους, βασανίζονταν και έμεναν φυλακισμένοι σε φρικώδεις συνθήκες διαβίωσης για χρόνια, συχνά χωρίς καν νόμιμες δικαστικές διαδικασίες. Στη Δύση έγιναν γνωστά το 1973 μέσω της δημοσίευσης του έργου Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, του νομπελίστα συγγραφέα Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν.
Τα πρώτα στρατόπεδα ιδρύθηκαν το 1918 και νομιμοποιήθηκαν με την απόφαση "Για τη δημιουργία στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας" της 15 Απριλίου 1919. Το σύστημα αυτό εξαπλώθηκε γρήγορα, φτάνοντας σε πληθυσμό τις 100.000 στη δεκαετία του 1920, με πολύ υψηλή θνησιμότητα. Τα περισσότερα έκλεισαν κατά την αποσταλινοποίηση.


4. ΕΝΑΣ ΡΩΣΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ

Νοβοσιμπίρσκ - Ιρκούτσκ
    Κατά την προετοιμασία του ταξιδιού και διαβάζοντας διάφορα μοτοσυκλετιστικά φόρουμ, ο Βασίλης είχε ανακαλύψει έναν τύπο στο Κεμέροβο, τον Ίλια που φιλοξενούσε διερχόμενους μοτοσυκλετιστές. Μετά από επικοινωνία που είχε μαζί του, αναχωρήσαμε από το Νοβοσιμπίρσκ για Κεμέροβο.

    Το τοπίο άλλαξε, απέκτησε χρώμα, λιβαδάκια, αγελαδίτσες, ποικιλία εικόνων, πυκνά δάση, χαρά για τους οφθαλμούς που σε ξεκουράζει. Αλλά το σημαντικότερο ήταν πως η κατάσταση του δρόμου ήταν πολύ καλή! Τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γιατί η Σιβηρία είναι απρόβλεπτη.

    Μετά από 250 χλμ βρισκόμασταν λίγο έξω από το Κεμέροβο στο Bike Post του Ίλια. Τι είναι λοιπόν το Bike Post; Είναι ένας χώρος που έχει φτιάξει με αγάπη, μεράκι και προσωπική εργασία πάνω από την κύρια οικία του. Φιλοξενεί μοτοσυκλετιστές από όλο τον κόσμο και ο χώρος είναι διακοσμημένος με μπλουζάκια, αυτοκόλλητα και διάφορα άλλα αντικείμενα που έχουν αφήσει κατά το πέρασμά τους οι φιλοξενούμενοι μοτοσυκλετιστές. Το ντους και η τουαλέτα βρίσκονται σε εξωτερικό χώρο και δεν υπάρχει άλλη εντός της οικίας.

Bike Post - Κεμέροβο

Αριστερά το ντούς, στο κέντρο W.C. και στα δεξιά το εσωτερικό. Ο θρόνος!
    Κατά το απογευματάκι βγάλαμε φαγητό και ο Ίλια παρήγγειλε μπύρα (όπως εμείς παραγγέλλουμε τα σουβλάκια και τις πίτσες). Η μπύρα συνοδεύονταν από ένα καπνιστό ψάρι.

Έφτασαν και οι μπύρες...
    Στο επάγγελμα ο Ίλια είναι κομμωτής, κάτι που θα φανεί χρήσιμο στο Βασίλη κατά την επιστροφή του.

    Ωραία δουλειά έχει κάνει ο Ίλια και με τις καλύτερες εντυπώσεις. Την επόμενη ημέρα τον αποχαιρετήσαμε. Οδηγώντας σε άγνωστα μέρη, με ανθρώπους όμως φιλόξενους, τους πιο φιλόξενους που έχω συναντήσει από τη μικρή μου ταξιδιωτική εμπειρία.

Παιδικές φωνές ακουγόντουσαν έξω από το σπίτι καθώς αυτά έπαιζαν
Σπασίμπα Ίλια!
    Μετά το Νοβοσιμπίρσκ παρατηρήσαμε πολλά δεξιοτίμονα αυτοκίνητα και τον λόγο τον μάθαμε στο Βλαδιβοστόκ.

    Με σύμμαχο τον καιρό, είχαμε έναν ικανοποιητικό ρυθμό πορείας, άλλοτε μαζί και άλλοτε χώρια. Τα μηχανάκια κατάπιναν ακούραστα στα σιβηριανά χιλιόμετρα, άνετη και ξεκούραστη οδήγηση, πραγματική απόλαυση.

    Η χαλαρότητα της οδήγησης άλλαξε, όταν λίγο πριν το Μπόγκοτολ ο Βασίλης πάτησε ένα ξύλο με το μπροστινό τροχό. Η μια άκρη του ξύλου χτύπησε το μοτέρ και η άλλη ήταν στο έδαφος, με αποτέλεσμα να κάνει μοχλό και να σηκωθεί ο πίσω τροχός της μηχανής στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν από πίσω και προς στιγμήν μου φάνηκε πως έχασε το έλεγχο της μηχανής. Ευτυχώς είχαμε αποφύγει τα χειρότερα...

    Κάναμε αμέσως δεξιά και για καλή μας τύχη βρισκόμασταν έξω από ένα πανδοχείο που είχε αρκετό χώρο. Παρατηρώ υγρά να τρέχουν κάτω από το μοτέρ του Βασίλη. Πλησίασα με φόβο μήπως και όλο αυτό είχε κάνει ζημιά στο μοτέρ. Ευτυχώς όμως δεν είχε γίνει αυτή η ζημιά, αλλά άλλη. Τα υγρά ήταν παραφλού. Το ξύλο είχε χτυπήσει το κολάρο, το οποίο το σφήνωσε πάνω στο μοτέρ και το τρύπησε. Αφαιρέσαμε το κολάρο και διαπιστώσαμε το μέγεθος της ζημιάς, που ευτυχώς είχε γίνει σε αυτό και μόνο. 

-Λίγη ταινία να βάλουμε και φύγαμε.
-Ναι. Πως!
    Με το κολάρο στο χέρι (ξέρω, ακούγεται κάπως) πηγαίνω στο Μπόγκοτολ, μια κωμόπολη 10 χλμ περίπου μακριά. Το σχέδιο που είχα στο μυαλό ήταν να βρω ένα σιδερένιο σωλήνα λίγο μικρότερης διαμέτρου από το κολάρο, να κόψουμε το κολάρο στα δύο εκεί που είχε τρυπήσει και να ενώσουμε τα δύο κομμάτια με τον σωλήνα με δύο σφικτήρες αφού πρώτα τον είχαμε κουρμπάρει.
Μπαίνοντας στην κωμόπολη, έψαξα για κάποιο μηχανουργείο και περιέργως το βρήκα σχετικά γρήγορα. Με τη νοηματική και τη ζωγραφική ως επικοινωνία, ήρθε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Προτού επιστρέψω στον Βασίλη και το πληγωμένο Bandit, αγόρασα παραφλού. Κατά τη διάρκεια της επανατοποθέτησης του κολάρου, μας πλησίασε ένας μοτοσυκλετιστής. Είναι ο Jordan, ένας Αμερικανός από το Τέξας που ταξιδεύει μόνος εδώ και δύο χρόνια, με ένα Suzuki DR 650 τουˊ85, αγορασμένο από Γερμανία. 

Ο Jordan 
Πιάσαμε για λίγο την κουβέντα και συνεχίσαμε με την επισκευή. Ο Jordan μπήκε στο πανδοχείο και ύστερα από λίγο τον είδαμε να βγαίνει από εκεί κρατώντας τρία κύπελλα τσάι. Ήταν ότι έπρεπε, καθώς είχε αρχίσει να πέφτει η θερμοκρασία. Αφού τελειώσαμε με το μηχανάκι, αλλάξαμε πληροφορίες για το ταξίδι μας και τηλέφωνα με τον Jordan. 

Τα δικά μας χέρια δεν έφταναν για να βγάλουν σέλφι
Του είπαμε πως στο Ιρκούτσκ θα καθόμασταν κάποιες ημέρες, με σκοπό να εκδώσουμε βίζες για Μογγολία και αν τύχαινε να περάσει από εκεί, πολύ ευχαρίστως να βρισκόμασταν. Η επισκευή του κολάρου ήταν εκατό τα εκατό επιτυχής και δεν ξανααπασχοληθήκαμε με αυτό.

Μαστροκώστας!
    Είχε πια περάσει η ώρα και μετά το Μπόγκοτολ κάναμε άλλα 60 χλμ μέχρι το Άσινσκ όπου και διανυκτερεύσαμε. 

    Αφού τακτοποιηθήκαμε στο κατάλυμα, έρχονται και μας λένε να βάλουμε τα μηχανάκια σε πιο ασφαλές σημείο, όπου θα τα βλέπει η κάμερα. Στη διαδικασία αυτή και εν στάση, ο Βασίλης έπεσε με τη μηχανή καθώς είχε ξεχάσει το λουκέτο του δισκοφρένου, με αποτέλεσμα ένα ελαφρώς πρησμένο πόδι και ένα σπασμένο φλας, το οποίο και επισκευάσαμε.

    Περίπου 1.200 χλμ μας χώριζαν από το Ιρκούτσκ, τον πρώτο μας στόχο, και αποφασίσαμε να σπάσουμε τη διαδρομή σε τρείς 400άρες. Από εκείνο το σημείο, στις έναστρές μας διανυκτερεύσεις, νιώθαμε ότι η θερμοκρασία είχε πέσει μερικούς βαθμούς.

    Επόμενος προορισμός μας ήταν το Κάνσκ, μια πόλη με 100,000 περίπου κατοίκους. Στην είσοδο της πόλης υπάρχει το σφυροδρέπανο, έμβλημα από άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές. 

Δικό σας...
    Είχαμε φτάσει νωρίς και έτσι βγήκαμε να γνωρίσουμε το μέρος. Μόνο οι κεντρικοί δρόμοι ήταν ασφαλτοστρωμένοι και η εγκατάλειψη ήταν αισθητή. 

Εικόνες της πόλης εκτός κέντρου
Στο κέντρο της πόλης, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όλα τακτοποιημένα και καθαρά. Στην πλατεία υπήρχαν μνημεία για τους πεσόντες του 1917, του Β΄ΠΠ, αλλά και αυτών που έχασαν τη ζωή τους στο Τσερνομπίλ. Το Κάνσκ από το Τσερνομπίλ (Ουκρανία) απέχει 6.000 χιλιόμετρα περίπου.

Η πλατεία του Κάνσκ

Μνημεία πεσόντων από την Οκτωβριανή επανάσταση και τον Β΄ΠΠ

Μνημείο για τα θύματα του Τσέρνομπιλ
    Οι Ρώσοι πολίτες από αυτό το σημείο και ανατολικότερα προέρχονται από πολλές και διαφορετικές φυλές και είναι λογικό στο Κάνσκ να υπάρχει έντονα η ασιατική κουζίνα. 

    Μετά το φαγητό και σε συνέχεια της περιήγησης μας στην πόλη συναντηθήκαμε με τον Βλαντίμιρ. Στην πραγματικότητα αυτός μας φώναξε. Μας κατάλαβε από μακριά πως ήμασταν ξένοι και δεν ήταν καθόλου δύσκολο με τις βερμούδες που φορούσαμε. Αν ποτέ βρεθείτε στο Κάνσκ ο Βλαντίμιρ είναι ο άνθρωπός σας.
 
Βλαντίμιρ. Ο άνθρωπός σας!
    Το βράδυ στο ξενοδοχείο είχαν γλέντι και οι ωτασπίδες που είναι απαραίτητο αξεσουάρ ενός μοτοσυκλετιστή, μπήκαν ακόμη μια φορά σε χρήση.

    Η τελευταία διανυκτέρευση πριν το Ιρκούτσκ έγινε σε μια στάση. Οι στάσεις είναι μεγάλες, ημίκλειστες (στην πλειοψηφία τους), με παγκάκια και μερικές φορές είναι και καθαρές. 

Στάση αγαπημένη
    Είχαμε αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας να ψάξουμε για κατάλυμα στο Ιρκούτσκ. Τελικά, ο Βασίλης βρήκε ένα διαμέρισμα με 57€ το άτομο για 4 ημέρες, μαζί με θέση σε κλειστό γκαράζ για τα μηχανάκια.

    Την επόμενη ημέρα οι πρώτες πρωινές ακτίνες του ήλιου ήταν αυτές που μας ξύπνησαν. Χωρίς βιασύνες μαζέψαμε τα πράγματά μας και τραβήξαμε προς Ιρκούτσκ μεριά με τον καιρό να συνέχιζε να είναι καλός. Στην είσοδο της πόλης βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες και ο πρώτος στόχος – φάση, επετεύχθη. Στο διαμέρισμα βγάλαμε όλα τα πράγματα από τις μηχανές και το απόγευμα είχε μπουγάδα.

Μέχρι εδώ καλά τα καταφέραμε!

5. ΙΡΚΟΥΤΣΚ – ΒΙΖΑ ΜΟΓΓΟΛΙΑΣ

Ιρκούτσκ - Ουλάν Ουντέ
    Ο λόγος που επιλέξαμε το Ιρκούτσκ για την έκδοση βίζας στη Μογγολία και όχι το Ουλάν Ουντέ, που φαίνεται πιο λογικό και λόγω της γεωγραφικής της θέσης σε σχέση με την είσοδο στη Μογγολία, αλλά και επειδή θα μέναμε στην επιστροφή για 4-5 ημέρες, ήταν πως το εκεί γραφείο έκδοσης βίζας έχει αρκετή αναμονή σε αντίθεση με το Ιρκούτσκ (πληροφορία από άλλους ταξιδευτές). Επιπλέον, όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων, δεν υπάρχει σύγκριση των δυο πόλεων. Το Ιρκούτσκ είναι σαφώς πιο ωραίο.

    Στο προξενείο της Μογγολίας (https://goo.gl/maps/kYpBPtNdGarPLxhs8) στο Ιρκούτσκ, μας έδωσαν να συμπληρώσουμε μια αίτηση και έναν αριθμό λογαριασμού για να καταθέσουμε τα χρήματα της βίζας (παράβολο) 70€.

Κέντρο βίζας Μογγολίας στο Ιρκούτσκ
    Μετά την τράπεζα, όπου πληρώσαμε το παράβολο και κάναμε συνάλλαγμα, συνεχίσαμε με τα πόδια προς στο κέντρο της πόλης. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ένιωσα ένα «τσίμπημα» στη μέση, που θα επέμενε και τις επόμενες ημέρες.

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Ιρκούτσκ έχει πληθυσμό 587.891 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2010.
Η πρώτη οδική σύνδεση μεταξύ Μόσχας και Ιρκούτσκ, η Σιβηρική Οδός, κατασκευάστηκε το 1760, από την οποία η πόλη ωφελήθηκε οικονομικά. Πολλά νέα προϊόντα, που εισάγονταν συνήθως από την Κίνα, έγιναν για πρώτη φορά ευρέως διαθέσιμα στο Ιρκούτσκ (χρυσός, διαμάντια, μετάξι και τσάι).
Στις αρχές του 19ου αιώνα, πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες, υπάλληλοι και ευγενείς εξορίστηκαν στη Σιβηρία για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση εναντίον του Τσάρου Νικόλαου Α'. Έτσι, γι' αυτούς το Ιρκούτσκ έγινε το σημαντικότερο κέντρο της κοινωνικής ζωής τους και ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης προέρχεται από εκείνη την περίοδο.
Το Ιρκούτσκ θεωρούνταν ευρέως ως όμορφη πόλη, ωστόσο στις 4 και 6 Ιουλίου 1879, καταστράφηκαν από πυρκαγιά το παλάτι του Κυβερνήτη, οι κεντρικές διοικητικές και δημοτικές εγκαταστάσεις και πολλά δημόσια κτίρια. Τρία τέταρτα της πόλης καταστράφηκαν, συμπεριλαμβανομένων περίπου 4.000 κατοικιών. Εντούτοις, η πόλη ανακατασκευάστηκε γρήγορα, με τον ηλεκτρισμό το 1896, το πρώτο θέατρο το 1897, και ένα μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό το 1898. Το πρώτο τρένο έφθασε στο Ιρκούτσκ στις 16 Αυγούστου εκείνου του έτους. Μέχρι το 1900, η πόλη είχε κερδίσει το παρωνύμιο "το Παρίσι της Σιβηρίας".
Κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού, πραγματοποιήθηκε η εκβιομηχάνιση του Ιρκούτσκ και της Σιβηρίας γενικότερα. Η πόλη έγινε ένα σημαντικό κέντρο κατασκευής αεροσκαφών.
Τα αξιοθέατα της πόλης, κυρίως είναι του 19ου αιώνα, οπότε η πόλη ήταν γνωστή ως Παρίσι της Σιβηρίας, περιλαμβάνουν το Παλάτι του Κυβερνήτη, σήμερα πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, το Θέατρο, την παλαιά Τράπεζα, τον Καθεδρικό των Φώτων, μια σχολή Ιατρικής, ένα μουσείο κι ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Το ιστορικό κέντρο του Ιρκούτσκ βρίσκεται στην προσωρινή λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

    Την επόμενη ημέρα, με το παράβολο στο χέρι και τις αιτήσεις συμπληρωμένες, πήγαμε στο προξενείο να τα καταθέσουμε μαζί με το διαβατήριο. Στις τέσσερις το απόγευμα είχαμε τις βίζες έτοιμες. Στο ενδιάμεσο επισκεφτήκαμε διάφορα σημεία της πόλης.


Εμπορικό κέντρο του Ιρκούτσκ

Λίγα τέτοια κτίσματα σώθηκαν από την πυρκαγιά του 1879

ΕΠΑΝΩ: Ο σταθμός του τρένου στο Ιρκούτσκ.
ΚΑΤΩ: Μεγάλη διάβαση θα διαβείς!!!

Επάνω αριστερά ο ιδρυτής του Ιρκούτσκ και δεξιά η αιώνια φλόγα σε μνημείο πεσόντων

Κυβερνητικό κτίριο, με μνημείο πεσόντων
    Το πιο σημαντικό εκείνης της ημέρας ήταν πως βρέθηκε η λύση για το πρόβλημα της αντλίας του Βασίλη. Από την Αυστρία και μετά, οπότε και καταλάβαμε ότι δεν φτιάχτηκε η αντλία, ο Βασίλης έκανε ιντερνετική έρευνα. Η λύση ήρθε από Αυστραλία μεριά. Ακολουθώντας λοιπόν κατά γράμμα τη διαδικασία που περιέγραφε ο Αυστραλός, καθαρίσαμε την αντλία. Από εκεί και ύστερα δεν υπήρξε ξανά κάποιο πρόβλημα με την αντλία του Βασίλη.

Ήρθε η ώρα της αντλίας. Να΄ναι καλά ο Αυστραλός.
    Ο πόνος στη μέση είχε γίνει ακόμα πιο έντονος και το Voltaren ήταν αναπόφευκτο. Το πρωί είχε τηλεφώνησε ο Jordan (που είχαμε συναντήσει στο Μπόγκοτολ), που είχε φτάσει στο Ιρκούτσκ. Βρεθήκαμε έξω για φαγητό και μετά επιστρέψαμε όλοι μαζί στο διαμέρισμα, όπου τον φιλοξενήσαμε. Μιλήσαμε για ταξίδια φυσικά και ανταλλάξαμε απόψεις πάνω σε διάφορα άλλα θέματα. Ο Jordan θα έμενε ακόμα δύο ημέρες για να βγάλει και αυτός βίζα για Μογγολία, καθώς περίμενε και μια απάντηση για εργασία από το Καζακστάν, ως δάσκαλος Αγγλικών.

Ο Jordan μας έλεγε για τα σχέδιά του. (Update: Επέστρεψε στην πατρίδα του το 2020)
    Το επόμενο πρωινό μισή ώρα πριν την αναχώρησή μας από το Ιρκούτσκ, αποχαιρετήσαμε τον Jordan και του ευχηθήκαμε καλή τύχη. Είχαμε ήδη κάνει κάτι παραπάνω από εννιά χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι το Ιρκούτσκ σε 24 ημέρες, το οποίο μεταφράζεται στα 2/3 της διαδρομής μέχρι το Βλαδιβοστόκ, τον δεύτερο μας στόχο.

Bye-Bye Jordan
    Αν και το Ιρκούτσκ βρίσκεται κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη, θα έπρεπε να κάνουμε ακόμα μερικά χιλιόμετρα μέχρι να έχουμε εικόνα της. Κατεβαίνοντας ένα μικρό ύψωμα νοτιοδυτικά της λίμνης, είδα μια θάλασσα και όχι λίμνη. Αυτή την εντύπωση μου άφησε. Ήξερα ότι πρόκειται για λίμνη, αλλά δεν είχε τελειωμό.

Λίμνη Βαϊκάλη
ΛΙΓΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Η Βαϊκάλη βρίσκεται στη νότια Σιβηρία μεταξύ της Περιφέρειας Ιρκούτσκ στα βορειοδυτικά και τη Μπουργιατία στο νοτιοανατολικό σημείο κοντά στην πόλη του Ιρκούτσκ. Είναι γνωστή σαν το «Μπλε Μάτι της Σιβηρίας». Η λίμνη έχει βάθος 1.680 μέτρα, πολύ περισσότερο από όσο πιστευόταν μέχρι τις 29 Ιουλίου του 2008, όταν Ρώσοι ερευνητές καταδύθηκαν με βαθυσκάφος στο βυθό της λίμνης, πετυχαίνοντας ρεκόρ κατάδυσης σε γλυκά νερά.
Από το 1996 η UNESCO έχει συμπεριλάβει τη λίμνη Βαϊκάλη στον Κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς (φυσική κληρονομιά).
Η Βαϊκάλη είναι η βαθύτερη και παλαιότερη λίμνη στον κόσμο, καθώς επίσης και η λίμνη με τον μεγαλύτερο όγκο γλυκού νερού. Περιέχει πάνω από ένα πέμπτο του γλυκού νερού παγκοσμίως και περισσότερο από 90% του γλυκού νερού της Ρωσίας. Η έκτασή της είναι 31.468 τ. χλμ. Έχει μήκος 654 χλμ., πλάτος 74 χλμ. και μέγιστο βάθος 1.680 μ.
Στο εσωτερικό της λίμνης υπάρχουν 22 νησιά, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι το Ολχόν.
Οι Μογγόλοι θεωρούν την λίμνη ως "ιερή θάλασσα" και πιστεύουν ότι στις απόκρημνες και βραχώδεις ακτές της κατοικούν κακά πνεύματα.
Η Βαϊκάλη αποτελεί ένα από τα πλουσιότερα λιμναία οικοσυστήματα στον κόσμο με τεράστια βιοποικιλότητα. Υπολογίζεται ότι στην περιοχή υπάρχουν πάνω από 1000 είδη φυτών και 1500 είδη ζώων, από τα οποία το 80% είναι ενδημικά. Η Φώκια της Βαϊκάλης που ζει μόνο σε αυτή τη λίμνη είναι το μόνο είδος φώκιας του γλυκού νερού στον κόσμο.

Λίγο πριν το Ουλάν Ουντέ γινόντουσαν έργα και υπήρχε βαριά συννεφιά πάνω από την πόλη.     Με τις πρώτες σταγόνες βροχής (η κάθε σταγόνα σε μούσκευε σαν να σου είχαν ρίξει ένα ποτήρι νερό), μπήκαμε με τα μηχανάκια στην πρώτη στάση λεωφορείου που βρήκαμε μπροστά μας για να προφυλαχτούμε. Ευτυχώς που πράξαμε έτσι, καθώς μετά από μερικά λεπτά ξεκίνησε χαλαζοκαταιγίδα. Η ώρα ήταν λίγο πριν τις 20:00 και κόσμος άρχισε να μαζεύεται στη στάση. Οι άνθρωποι απόρησαν και με το δίκιο τους, έδειξαν όμως κατανόηση. 

Μετά από λίγο μαζεύτηκαν 5-6 ακόμα. Από τις λίγες στάσεις που είδαμε κόσμο να περιμένει.
Ευτυχώς δε κράτησε πολύ, μια μπόρα ήταν. Με τις άκρες του δρόμου λευκές από το χαλάζι, συνεχίσαμε για λίγο ακόμα μετά το Ουλάν Ουντέ, όπου και διανυκτερεύσαμε.



6. Ο ΙΣΠΑΝΟΣ

Ουλάν Ουντέ - Μπέλογκορσκ
    Στο Ουλάν Ουντέ θα επιστρέφαμε ξανά τέλος του μήνα, για να κατηφορίσουμε προς Μογγολία. Συνεχίσαμε την πορεία μας προς Τσιτά, συνοδευόμενοι από ένα ψιλόβροχο που μια έφευγε και μια έρχονταν. 

    Το μεγαλύτερο τμήμα (γύρω στα 150χλμ) της πορείας μας μέχρι την Τσιτά ήταν χωμάτινο λόγω των έργων που γινόντουσαν και απευχόμενοι μια πιο έντονη βροχόπτωση που θα μας δημιουργούσε αρκετά μεγάλο πρόβλημα εξαιτίας της λάσπης που θα δημιουργούνταν, συνεχίσαμε με μεγάλη προσοχή στο απέραντο εργοτάξιο, αποφεύγοντας εργάτες, φορτηγά, λεωφορεία, πασσάλους, γούβες κτλ.

Απορία το έχω, γιατί δε φτιάχνουν λωρίδα - λωρίδα. 
    Σε έναν ανεφοδιασμό γνωρίσαμε και έναν ισπανό μοτοσικλετιστή, τον Bruno. Ο Bruno, είχε αφετηρία τη Μαδρίτη και διερχόμενος από Τουρκία, Γεωργία, Καζακστάν είχε σκοπό να φτάσει και αυτός στο Βλαδιβοστόκ, με τη μόνη διαφορά πως για τον Ισπανό ήταν το τέλος του ταξιδιού, για εμάς όμως, μόλις η μέση. Έτσι για τις επόμενες δύο ημέρες ταξιδέψαμε και οι τρεις παρέα. Εκατό χιλιόμετρα πριν την Τσιτά αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε σε ένα πανδοχείο, καθώς νιώσαμε την κούραση πιο έντονη από άλλες φορές.

Ola Bruno!
Δεν ήταν τα 500 και πλέον χιλιόμετρα που είχαμε καλύψει μετά το Ουλάν Ουντέ η κύρια αιτία της κούρασής μας, αλλά η συνεχής και αυξημένη εγρήγορση στα σημεία των έργων. 

Αν είχε βρέξει...
    Οι αποστάσεις που είχαμε διανύσει τις τελευταίες ημέρες ήταν πάνω από 500 χλμ ημερησίως.

    Το ρολόι έδειχνε έντεκα το πρωί και τα χιλιόμετρα στο κοντέρ πάνω 300. Ο δρόμος μετά την Τσιτά και μέχρι το Χαμπάροφσκ, όπου φτάσαμε μετά από τέσσερις ημέρες, ήταν η χαρά μας. Είχαμε φτάσει σε εκείνο το σημείο που στα νότια μας είχαμε την Κίνα. Ταξιδευτές κατά το παρελθόν είχαν αναφέρει για εγκληματικότητα που είχε παρατηρηθεί σε διερχόμενους μοτοσικλετιστές τα τελευταία χρόνια, σε μια ζώνη 1.000 χλμ περίπου πάνω από τα σύνορα της Κίνας. Επιπλέον η αραιή γραμμή ανεφοδιασμού στη ζώνη αυτή, ήταν που μας ανησυχούσε για τις επόμενες ημέρες.

    Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μας είδαμε ένα μοτοσικλετιστή στο αντίθετο ρεύμα, ακινητοποιημένο προφανώς από κάποια βλάβη. Αφού σταματήσαμε να δούμε αν ήθελε κάποια βοήθεια, διαπίστωσα πως ήταν ο ένας από τους δύο που με είχαν βοηθήσει με την αλυσίδα μου πριν από δύο εβδομάδες. Πόσο μεγάλη τελικά να είναι η Ρωσία, όταν ο κόσμος είναι τόσο μικρός; Μα να συναντήσω το ίδιο άτομο μετά από 6.000χλμ και το πιο απίθανο, με την ίδια ζημιά. Κομμένη αλυσίδα!

Το Tenere που λέγαμε, δύο βδομάδες πίσω
Την ώρα που τον συναντήσαμε βρισκόμασταν σε διαδικασία ανεύρεσης καταλύματος και αποφασίσαμε να παραμείνω με τον Ρώσο να τον βοηθήσω και οι άλλοι δύο να πάνε να βρουν μέρος να μείνουμε. Τη ζημιά με την αλυσίδα την έχει πάθει ξανά άλλες δύο φορές και ήταν προετοιμασμένος, σε αντίθεση με εμένα. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Βασίλης, που με ενημέρωνε πως βρισκόντουσαν σε ένα πανδοχείο, στο ύψος της Μογκότσα το οποίο δεν είχε διαθέσιμα δωμάτια και κάθισαν να φάνε.

    Μετά την επιτυχή τοποθέτηση της αλυσίδας, χαιρέτησα τον Ρώσο και αναχώρησα να βρω τους άλλους δύο που με περίμεναν, ώστε να αποφασίσουμε για τη συνέχεια. Συζητήσαμε τις επιλογές μας. Η πρόταση του Bruno ήταν να πάμε στο χωριό Μογκότσα (10 χλμ βορειότερα του δρόμου) και να βρούμε εκεί κάτι μείνουμε, του Βασίλη ήταν να μείνουμε στον χώρο πάρκινγκ των φορτηγών που είχε το πανδοχείο και η δική μου ήταν να συνεχίσουμε, εφόσον ήταν όλοι σε θέση να οδηγήσουν. Ο χώρος έξω από το πανδοχείο κρίθηκε ακατάλληλος τελικά, έτσι έφυγαν οι δυο τους για Μογκότσα, όσο συνέχιζα το φαγητό μου. Ούτε στη Μογκότσα βρέθηκε κάτι, έτσι η στάση μετά τη διασταύρωση προς το χωριό, ήταν μονόδρομος. Προτού μπούμε στα σλίπινγκ-μπάγκ, ήπιαμε λίγο από τη δίλιτρη μπύρα που είχε αγοράσει ο Bruno από το χωριό, κάναμε πλάκα και είπαμε διάφορες ιστορίες.

    Αυτή τη φορά δεν ήταν οι ακτίνες του ήλιου που μας ξύπνησαν, αλλά το τσουχτερό και υγρό κρύο, μιας και αυτές εμποδίζονταν να φτάσουν στην επιφάνεια της γης από την πυκνή νέφωση που επικρατούσε. Βαριά ομίχλη είχε σκεπάσει την περιοχή. Έβγαλα το κατσαρολάκι μου και μας έφτιαξα μια ωραία και ζεστή σουπίτσα για πρωινό, που την έχω ονομάσει “Sibirski Soup”. Αφού συμμαζέψαμε τα πράγματά μας και ελέγξαμε μην είχαμε αφήσει κάποιο «σουβενίρ» στη στάση, αναχωρήσαμε με την πυκνή νέφωση να μας κάνει παρέα στα πρώτα χιλιόμετρα της ημέρας.

Άνετα μπαίνει σε πιάτο Masterchef!
    Μετά από 140 χλμ κάναμε στάση σε έναν τάφο που υπάρχει στα αριστερά του δρόμου προς τιμή του Αλεξέι Βαρσούκοφ, ενός αδικοχαμένου μοτοσυκλετιστή που δολοφονήθηκε από δυο τύπους σε ένα καφέ-βουλκανιζατέρ της περιοχής. Ρωτήσαμε Ρώσους μοτοσυκλετιστές για το συμβάν και μας απάντησαν με νόημα, πως όταν έμαθαν τα καθέκαστα απέδωσαν δικαιοσύνη. Και τα δύο (καφέ και βουλκανιζατέρ) πυρπολήθηκαν από μερικούς τοπικούς μοτοσυκλετιστές. Επίσης, η δικαιοσύνη τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 25 ετών.

Δεν είχαμε μαζί κάποιο αυτοκόλλητο να αφήσουμε και εμείς με τη σειρά μας.
    Ένα άλλο θλιβερό περιστατικό - είπαμε, τα έχει αυτά η περιοχή - συνέβη σε ένα άτυχο Ιάπωνα μοτοσυκλετιστή. Πριν περίπου τέσσερα χρόνια, δολοφονήθηκε μέσα στη σκηνή του από δυο νεαρούς άνδρες, τον Μάιο του 2012. Τον μαχαίρωσαν 30 φορές έξω από τη σκηνή και αφού τον σκότωσαν πήραν τα πράγματά του. Ένα αυτοκίνητο όμως που περνούσε από εκεί κοντά τους τρόμαξε και έτσι πέταξαν τα κλοπιμαία και έφυγαν μακριά από το σημείο. Και αυτοί μετά από έρευνες της αστυνομίας συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια. Είπαμε, τα έχει αυτά η περιοχή.

    Από εκείνο το σημείο και μετά αποχαιρετήσαμε τον Ισπανό, καθώς ήθελε να φτάσει νωρίτερα στο Βλαδιβοστόκ από εμάς. Εμείς συνεχίσαμε για ακόμη 250 χλμ, μέχρι να φτάσουμε στο Νέβερ, όπου διανυκτερεύσαμε. Στο Νέβερ υπάρχει ένας οδικός κόμβος που σε οδηγεί είτε στο Νότο προς Βλαδιβοστόκ, είτε στον Βορρά προς το Μάγκανταν και τον "Δρόμο των Οστών" (Road of Bones). 
Φωτο από Google Maps
Λίγο πριν φτάσουμε μου άναψε η ένδειξη FI (failure injection), χωρίς όμως να νιώθω κάποια απώλεια ισχύος ή κάποιο άλλο πρόβλημα λόγω της ένδειξης.

    Μέχρι το Νέβερ η πορεία μας ήταν ανατολική, από εκείνο όμως το σημείο και για τα επόμενα 2.000 χλμ μέχρι και το Βλαδιβοστόκ η πορεία μας ήταν νότια-νοτιοανατολική. Λίγο πριν αναχωρήσουμε γνωρίσαμε δυο Ρώσους μοτοσυκλετιστές από τη Σαχαλίνη, ένα νησί βόρεια της Ιαπωνίας, που πήγαιναν δυτικά. Εδώ θέλω να τονίσω πως όσους γνωρίσαμε από τα Ουράλια και ανατολικότερα δεν ήξεραν που βρίσκεται η Ελλάδα ή ότι υπάρχει τέτοια χώρα και αναφέρομαι για τους Ρώσους πολίτες. Δείχνοντάς τους το χάρτη μερικοί ίσως να κατάλαβαν, αλλά και πάλι δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Τις πρώτες φορές μας έκανε εντύπωση, μετά όμως ήμασταν σίγουροι. Δεν υπάρχουμε (χαχαχαχαχα). Ας μην ξεχνάμε όμως πως πρόκειται για μια χώρα με έντεκα ζώνες ώρας στο εσωτερικό της! Για να καταλάβετε το μέγεθος, η Αθήνα με τη Νέα Υόρκη έχουν επτά ζώνες ώρας διαφορά. Αν το έχω μετρήσει καλά, η Ρωσία χωράει 129 φορές τη χώρα μας.

-Ατκούντα (Από που είστε);
-Τι να σου πω τώρα. Έλα να δεις τον χάρτη.
    Συνεχίσαμε το δρόμο μας μέχρι το Μπέλογκορσκ. Το βράδυ τολμήσαμε να φάμε σε ένα κινεζοιαπωνοταϋλανδέζικο εστιατόριο που είχε και πίστα χορού, με τους θαμώνες του μαγαζιού να επιδίδονται σε χορευτικές φιγούρες. Το φαγητό δεν τρώγονταν και χορτάσαμε(;) με καρπούζι και μπύρα.

Το προσπαθήσαμε, αλήθεια. Αλλά δεν.

7. FAR EAST – ΘΑΛΑΣΣΑ ΙΑΠΩΝΙΑΣ

Μπελογκόρσκ - Βλαδιβοστόκ
    Αφήσαμε πίσω μας το Μπέλογκορσκ και συνεχίσαμε τον δρόμο μας, χωρίς να μας προσφέρει κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση η διαδρομή. Ο καιρός σε γενικές γραμμές ήταν καλός και με τη συμπλήρωση περίπου 500 χλμ από την αναχώρησή μας, βρισκόμασταν στο Μπιρομπιτζάν, όπου αναζητήσαμε κατάλυμα. Τα χρήματα που μας ζήτησαν τα βρήκαμε υπερβολικά, έτσι του είπαμε «ντασβιντάνια» και ιντερνετικά πια αναζητήσαμε κατάλυμα στο Χαμπαρόφσκ. Για να φτάσουμε στο χόστελ που είχαμε βρει, προσθέσαμε στο κοντέρ 170 επιπλέον χιλιόμετρα. Στα μισά χιλιόμετρα πριν το Χαμπαρόφσκ άρχισε να βρέχει για τα καλά και εκεί ήταν που το gps πήρε υγρασία.

Αδιάβροχο; Καλά!
Η αλήθεια είναι ότι κάλυψαν την επισκευή στο 100%.
    Περνώντας τη γέφυρα του ποταμού Αμούρ, που αποτελεί και φυσικό σύνορο μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, βρεθήκαμε στο Χαμπαρόφσκ. Από τη βροχή είχε συσσωρευτεί μεγάλος όγκος νερού στους δρόμους και όπως διαπιστώσαμε αργότερα, στην πόλη δεν υπάρχει αποχετευτικό δίκτυο για την απορρόφηση των όμβριων υδάτων. 

    Το χόστελ βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, το οποίο βρήκαμε με δυσκολία φυσικά. Η είσοδος του ήταν από την είσοδο του νοσοκομείο που βρίσκεται δίπλα και έτσι έπρεπε να σηκωθεί η μπάρα για να περάσουμε. Επειδή είχε αρκετή κίνηση λόγω του νοσοκομείου πήραμε όλα τα πράγματα από τις μηχανές και τα ανεβάσαμε στο χόστελ, στον δεύτερο όροφο. Πολλά παλιά κτίρια στη Ρωσία δεν διαθέτουν ασανσέρ, γι’ αυτό προσοχή όταν κλείνετε δωμάτια στη χώρα, να ρωτάτε αν υπάρχει ασανσέρ.

    Στο χόστελ υπήρχαν άλλα τρία άτομα, ο Κόλια, η Κριστίνα και η Τάνια. Στην ερώτηση πού θα μπορούσαμε να φάμε, μας απάντησαν πως θα έβγαιναν και αυτοί για φαγητό σε ένα Ιταλικό εστιατόριο και πως αν θέλαμε θα μπορούσαμε να πάμε όλοι μαζί. Καταλήξαμε μια παρέα πέντε ατόμων στον πολύ ωραίο χώρο του ιταλικού εστιατορίου. Η αλήθεια είναι πως δεν περιμέναμε να ήταν τόσο όμορφα. 
    Και τα τρία παιδιά κάνανε διακοπές και ερχόντουσαν από διαφορετικές περιοχές της χώρας. Ο Κόλια έχει καταγωγή από Ουκρανία και δουλεύει στη Γιακουτίγια ως μηχανικός σασμάν στα φορτηγά της Iveco που χρησιμοποιούνται στα ορυχεία χρυσού. Η Κριστίνα είναι από το Κράσνογιαρσκ και η Τάνια από μια πόλη της Γιακουτίγια. Δυστυχώς δεν καθίσαμε και δεύτερη ημέρα για να γνωρίσουμε την πόλη καλύτερα.

Μετά από πολλές ημέρες φάγαμε κάτι γνώριμο
        Η διαδρομή των 800 χλμ μέχρι το Βλαδιβοστόκ δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, παρά μόνο ότι στα ανατολικά μας ζούσε η τίγρης της Σιβηρίας, έτσι μοιράσαμε τη διαδρομή στη μέση.

Μια ανάσα από τον δεύτερό μας στόχο
    Στην τελευταία διανυκτέρευση πριν ολοκληρωθεί το πρώτο μισό του ταξιδιού, στείλαμε ένα e-mail σε μια τοπική λέσχη μοτοσυκλέτας του Βλαδιβοστόκ, τους Iron Tigers, ζητώντας τους διάφορες πληροφορίες. Τα 410 χλμ που είχαν απομείνει μέχρι το Βλαδιβοστόκ ήταν τα πιο δύσκολα που κάναμε και ο λόγος ήταν ο καιρός και ο δρόμος. Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής είχε έντονη βροχόπτωση και στα διαλλείματα έριχνε «καρέκλες». Σε μια από τις στάσεις που κάναμε, συναντήσαμε έναν Ρώσο μοτοσυκλετιστή που είχε προορισμό το Χαμπαρόφσκ για να παραβρεθεί σε ένα μότο φεστιβάλ. Ο τύπος ήταν πανύψηλος και με τα μπροστινά του δόντια χρυσά, δεν μπορούσε παρά μόνο να μου θυμίσει τον Ρίτσαρντ Κίελ, τον «Σαγώνα», που έπαιξε σε δύο ταινίες του James Bond, «Η Κατάσκοπος που με αγάπησε» και «Επιχείρηση Μούνρεϊκερ». Τον ρωτήσαμε για τους Iron Tigers και αμέσως κάλεσε τον πρόεδρο που ήταν φίλος του και μας κανόνισε την επαφή μαζί τους.

    Τα τελευταία 100 χλμ ήταν τα πιο επικίνδυνα, καθώς είχε αυξηθεί η κίνηση με αποτέλεσμα το σπρέι που έκαναν τα αυτοκίνητα να δημιουργεί προβλήματα ορατότητας. Ήταν σαν να είχε ομίχλη. Εκεί που άφηνα απόσταση ασφαλείας από το προπορευόμενο όχημα, εκμεταλλεύονταν το κενό το όχημα που βρίσκονταν από πίσω μου, με αποτέλεσμα να αφήνω ξανά κενό και ξανά και ξανά και ξανά μέχρι και το τέλος. 

To gps το είχα στο tank bag επειδή είχε πάρει υγρασία η οθόνη του, έτσι μπαίνοντας στον αστικό ιστό του Βλαδιβοστόκ δεν έπρεπε να χάσω τον Βασίλη που προπορεύονταν.

    Μετά από 31 ημέρες και 14.000χλμ, ΦΤΑΣΑΜΕ ΒΛΑΔΙΒΟΣΤΟΚ!!!

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Βλαδιβοστόκ που σημαίνει "Κυρίαρχος της Ανατολής" είναι και ο μεγάλος λιμένας της χώρας στον Eιρηνικό ωκεανό και έχει πληθυσμό 592.034 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2010. Είναι γενέτειρα του Γιούλι Μπορίσοβιτς Μπρίνερ γνωστό ως Γιούλ Μπρίνερ και η κατάληξη, το τέρμα, του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου.
Το Βλαδιβοστόκ ήταν αρχικά ένα απλό ψαροχώρι-ναυτικό φυλάκιο προτού μετατραπεί σε πόλη μισού εκατομμυρίου κατοίκων. Η οικονομία της πόλης δέχθηκε μια ώθηση το 1903 με την ολοκλήρωση του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου που ξεκίναγε από τη Μόσχα και κατέληγε στο Βλαδιβοστόκ.
Ως επακόλουθο της Επανάστασης των Μπολσεβίκων το Βλαδιβοστόκ απέκτησε μεγάλη στρατιωτική σημασία για τη Δημοκρατία της Άπω Ανατολής και την προσωρινή κυβέρνηση Πριαμούριε. Μέχρι το 1992 οπότε διαλύθηκε η Ε.Σ.Σ.Δ. το Βλαδιβοστόκ, καθώς ήταν η κύρια ναυτική βάση του Σοβιετικού Στόλου στον Ειρηνικό, δεν δέχονταν αλλοδαπούς.
Η πιο σημαντική βιομηχανία της πόλης είναι η παρασκευή ψαρικών και αποτελεί σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα της εμπορικής παραγωγής του Βλαδιβοστόκ.
Από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, πολλές επιχειρήσεις έχουν ανοίξει τα γραφεία τους στο Βλαδιβοστόκ λόγου της στρατηγικής της θέσης. Δυστυχώς, το ποσοστό εγκλήματος και το κόστος ζωής έχουν αυξηθεί επίσης και η πόλη θεωρείται κόμβος οργανωμένου εγκλήματος καθώς και κατάχρησης της εξουσίας από τις περιφερειακές και δημοτικές αρχές.

    Η βάση των Ιron Τigers (Box όπως οι ίδιοι το αποκαλούν), βρίσκεται πάνω από ένα συνεργείο, μέσα σε ένα χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων. Τα μέλη του κλαμπ μας επιφύλαξαν θερμή υποδοχή και μας φιλοξένησαν σε έναν χώρο που έχουν για το σκοπό αυτό. Ο Αντρέϊ, αντιπρόεδρος της λέσχης, ήταν αυτός που είχε καλέσει ο Ρώσος με τα χρυσά δόντια, θα γινόταν ο άνθρωπός μας για τις επόμενες ημέρες. 



Ενδιαφέρον παρουσίαζε ο πίνακας ανακοινώσεων της λέσχης
    Το απόγευμα κάναμε με τον Βασίλη μια αναγνωριστική βόλτα στην πόλη. Μια από τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρουμε άμεσα ήταν αν θα οδηγούσαμε πίσω μέχρι το Ουλάν Ουντέ ή θα φορτώναμε τα μηχανάκια στο Υπερσιβηρικό για να βιώσουμε την εμπειρία του. Όλα αυτά εξαρτιόνταν από την τιμή που θα ακούγαμε, γι’ αυτό το βράδυ κιόλας είπαμε την σκέψη μας στον Αντρέϊ και αυτός μας είπε πως θα το κοιτάξει.

        Νωρίς την επόμενη ημέρα ο Αντρέϊ πέρασε από το συνεργείο και μας ενημέρωσε σχετικά με τα δρομολόγια και τις τιμές του τρένου, τις οποίες δεν βρήκαμε καθόλου απαγορευτικές, ίσα – ίσα. Το μόνο μείον που βρήκαμε στην υπόθεση ήταν πως με άλλο τρένο θα πήγαιναν οι μηχανές και με άλλο εμείς και εννοείται σε διαφορετικές ημερομηνίες. 
Στη συνέχεια κρατήσαμε τα απαραίτητα πράγματα στο συνεργείο και πήγαμε τα μηχανάκια με όλη την υπόλοιπη προίκα, στην εταιρία που θα αναλάμβανε τη μεταφορά. Βλέποντας το μέρος, ένα μικρό σφίξιμο μας έπιασε, αλλά το είχαμε πάρει απόφαση. Αφαιρέσαμε καύσιμα, ζελατίνες, καθρέφτες και όλες τις αποσκευές τις τοποθετήσαμε δίπλα στις μηχανές. Να βλέπατε το ύφος του Βασίλη όταν ο Αντρέϊ με μια ξαφνική, απροσδόκητη και χωρίς οίκτο κίνηση έστριψε τους καθρέπτες προς το ρεζερβουάρ, αλλά και το βλέμμα που μου ‘ριξε όταν εγώ έσκασα στα γέλια. Αναχώρηση θα είχαν την επόμενη ημέρα, Σάββατο 27 Αυγούστου και άφιξη την Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου. Αμ δε! 

Εδώ που τα λέμε, μια ανησυχία την είχαμε.
    Συνέχεια είχε ο επιβατικός σταθμός του Βλαδιβοστόκ, όπου εκδώσαμε τα δικά μας εισιτήρια, σε κουπέ παρακαλώ, με αναχώρηση την Δευτέρα 29 Αυγούστου και άφιξη την ίδια μέρα με τις μηχανές, δηλαδή την 1 Σεπτεμβρίου. Οι ώρες αναχώρησης και άφιξης που αναγράφονται στα εισιτήρια, είναι με ώρα Μόσχας!

Μια εμπειρία ακόμη
    Η απόσταση Βλαδιβοστόκ – Ουλάν Ουντέ είναι περίπου 3.500 χλμ, όσο είναι και η απόσταση μεταξύ Καλαμάτας – Στοκχόλμης και η διάρκεια με το τρένο 2 ½ ημέρες. Το συνολικό κόστος κατά άτομο ήταν 230€, από τα οποία τα 130€ ήταν η μεταφορά της μηχανής.

    Αποχαιρετήσαμε προσωρινά τον Αντρέϊ στον τερματικό σταθμό του Βλαδιβοστόκ και ξεκινήσαμε να εξερευνήσουμε την πόλη. Οι Έλληνες είμαστε γνωστοί φωνακλάδες και κατά αυτόν τον τρόπο μας εντόπισε η Σταυρούλα. Η Σταυρούλα είναι συνταξιούχος και έχει γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο, μόνη!

Βασίλης και Αντρέϊ με φόντο τον τερματικό σταθμό του Βλαδιβοστόκ!

Τα μισά αν κάνω θα είμαι ευτυχής 
    Έπρεπε να φτάσουμε στην άκρη της Ρωσίας για να βρούμε Έλληνα. Μαζί συνεχίσαμε για το υπόλοιπο της ημέρας στο πανέμορφο Βλαδιβοστόκ. Αργά το απόγευμα χωριστήκαμε. Με τη Σταυρούλα έχω κρατήσει επικοινωνία και όταν βρίσκεται Ελλάδα καμιά φορά βρισκόμαστε.

Φαντάσου λέει, να είχαμε βγάλει και εμείς τέτοια μακό.

Από το Βλαδιβοστόκ είναι εύκολη η πρόσβαση προς Ιαπωνία και Ν. Κορέα. 
    Αφού δεν είχαμε πλέον μηχανάκια κατά τις ημέρες της παραμονής μας στο Βλαδιβοστόκ, η μετακίνησή μας γίνονταν με τα αστικά λεωφορεία. Η τιμή ήταν 20 ρούβλια (0,30€) ανά διαδρομή, τα οποία δίνεις στην έξοδο στον οδηγό. Τα λεωφορεία προσπερνάνε το ένα το άλλο, οι οδηγοί μιλάνε στα κινητά, φρενάρουν απότομα, τα καθίσματα είναι σχεδόν κολλητά (δεν χωράνε τα πόδια), γενικά τα λεωφορεία τους δεν είναι σε καλή κατάσταση. Όμως η συχνότητα τους είναι πυκνή και με πολλούς προορισμούς. Γενικά τα λεωφορεία δεν ακολούθησαν την ανάπτυξη της μετά σοβιετικής εποχής των πόλεων, σαν να θέλουν κάτι να τους θυμίζει από το παρελθόν, έτσι να υπάρχει μια πινελιά, δε ξέρω.

Αυτά καλό είναι να μην γίνονται στα λεωφορεία!
    Γενικά τις ημέρες εκείνες μας έκανε καλό καιρό, έτσι καταφέραμε να γυρίσουμε πιο άνετα την πόλη. Ένα από τα βράδια ο Αντρέϊ μας κάλεσε στο εστιατόριο – μπαρ που παίζει μουσική. Ο Αντρέϊ είναι μέλος μιας μπάντας και είναι ο μπασίστας τους. Εκείνο το βράδυ και πριν πάει στο μαγαζί, πέρασε από το Βox και μας παρέλαβε ώστε να μας ξεναγήσει στο νυχτερινό Βλαδιβοστόκ. 

Βλαδιβοστόκ by night!
    Μετά το τέλος της ξενάγησης μας άφησε κοντά στο μαγαζί και μας είπε να πάμε μετά από καμιά ώρα. Στην ώρα αυτή εντοπίσαμε ένα μαγαζί που φτιάχνει λογότυπα σε μπλούζες, κούπες κτλ. Μας ήρθε η ιδέα να φτιάξουμε κάτι και να τους το αφήσουμε στο Box, σαν αναμνηστικό της εκεί παρουσίας μας όπως είχαν κάνει με διάφορα αναμνηστικά και άλλοι ταξιδευτές. Είχε περάσει η ώρα και κατευθυνθήκαμε προς το μαγαζί. Απολαύσαμε το φαγητό που παραγγείλαμε, συνοδεία των ροκ και ντίσκο ήχων που έπαιζε η μπάντα.

...και πίνω μπύρες...

Ο Αντρέϊ τέρμα αριστερά με το μπλε πουκάμισο και το φούξια καπέλο.
    Όταν τελειώσαμε το φαγητό ήρθε ένας σερβιτόρος και μας είπε πως τα δύο ζευγάρια απέναντι ήθελαν να μας γνωρίσουν και να πάμε από το τραπέζι τους. Κοιτάξαμε προς την κατεύθυνση τους, τους χαιρετήσαμε με νεύμα και είπαμε με τον Βασίλη, γιατί όχι. Πάνω από το τραπέζι υπήρχε μόνιμα ένας σερβιτόρος, που περίμενε ένα νεύμα, ένα νόημα. Ο Κωνσταντίν μας έδειξε πως καθαρίζουμε τον κάβουρα XXXL μεγέθους. Είχαν πιει και λίγο παραπάνω και η γυναίκα του ενός, που είναι παιδίατρος, παραήταν κοντά στον Βασίλη και αυτός έκανε με τρόπο λίγο πιο πέρα. 
Μέσα στην επόμενη μισή ώρα ήρθε ένα ακόμα ζευγάρι στο τραπέζι μας. Κάποια στιγμή τους είχαν τηλεφωνήσει και τους είπαν είμαστε με δυο Έλληνες στο τραπέζι μας. Έτσι ήρθαν από κοντά να δουν πως μπορεί να είναι οι Έλληνες.

Χαλαρά παιδιά...
    Οι τρεις άντρες της παρέας είναι συνέταιροι, το λέμε και έτσι, σε μια εταιρία που εισάγει αυτοκίνητα από την Ιαπωνία. Επειδή στην Ιαπωνία έχουν αυστηρούς περιβαλλοντολογικούς νόμους για τα αυτοκίνητα, τα αποσύρουν γρήγορα και έτσι η εταιρία τους τα εισάγει στη Ρωσία. Υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια στα αυτοκίνητα που εισάγουν. Είναι δεξιοτίμονα. Θυμάστε που έγραψα για τα δεξιοτίμονα μετά το Νοβοσιμπίρσκ; Έβγαινε το αυτοκίνητο πίσω από το προπορευόμενο φορτηγό για προσπέραση και δεν έβλεπε τίποτα, εμείς από τη άλλη, βλέπαμε το χάρο και όταν μας αντιλαμβάνονταν έκαναν απότομο ελιγμό.
Σε όλες τις χώρες – νησιά και όχι μόνο, τα αυτοκίνητα είναι δεξιοτίμονα. Μη με ρωτήσετε γιατί, δε γνωρίζω (πιθανόν να κοστίζουν λιγότερο;).

    Ευτυχώς η βραδιά πέρασε ευχάριστα και με τρόπο αποφύγαμε το πολύ αλκοόλ και τις στενές επαφές.

    Μετά από κάνα μισάωρο που είχε λήξει το μουσικό πρόγραμμα μας πήρε ο Αντρέϊ και μας πήγε σε ένα σημείο και μας είπε, “ Φίλοι μου εδώ είναι το τέρμα, στο βάθος (Νότια) η Βόρεια Κορέα και από εκεί (Ανατολικά) βρίσκεται η Ιαπωνία. Κοίταξα τον Βασίλη και του λέω “Φτάσαμε στο τέλος, καλά τα καταφέραμε μέχρι εδώ” και ο Βασίλης έγνεψε. Μετά από αυτό μας γύρισε στο Box, όπου πέσαμε ξεροί.

Περνώντας τη γέφυρα του Βλαδιβοστόκ.
    Την τελευταία ημέρα πήγαμε στο μαγαζί που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ, αυτό με τα λογότυπα. Παραγγείλαμε δυο κούπες με τη μία να έχει τον τίτλο του ταξιδιού μας, την ελληνική σημαία και τη χρονιά και η άλλη μια φωτογραφία μας από χαρακτηριστικό σημείο της διαδρομής Μόσχας – Βλαδιβοστόκ και τη λέξη «ευχαριστούμε» στα ρωσικά. Το απόγευμα τους ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία τους μιας και την επόμενη ημέρα αναχωρήσαμε νωρίς για τον σταθμό.

Αν σας βγάλει ο δρόμος στους Iron Tigers, πιείτε καφεδάκι από αυτές τις κούπες, χαχαχαχα.
    Από τα βιβλία εντυπώσεων που μας έδωσαν να γράψουμε, διαπιστώσαμε πως έχουν περάσει ουκ ολίγοι ταξιδευτές από εδώ. Έλληνα δεν είδαμε καίτοι, όπως μας πληροφόρησε ο Αντρέϊ, πρέπει να έχει περάσει άλλος ένας Έλληνας, χωρίς όμως να είναι και σίγουρος.

8. ΥΠΕΡΣΗΒΙΡΙΚΟΣ – ΟΥΛΑΝ ΟΥΝΤΕ

Βλαδιβοστόκ - Ουλάν Ουντέ με τον Υπερσιβηρικό
    Φεύγοντας από τον χώρο φιλοξενίας των Iron Tigers, παραδώσαμε τα κλειδιά στον φύλακα του χώρου στάθμευσης. Στις εννιά βρισκόμασταν ήδη στο σταθμό των τρένων και μέχρι το τσεκ ιν κάναμε βόλτες. Κάνα μισάωρο πριν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας περάσαμε τον έλεγχο και περιμέναμε βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες στον τερματικό σταθμό του υπερσιβηρικού. Μετά από λίγα λεπτά εμφανίστηκε και η αμαξοστοιχία μας.

Περιμένοντας να έρθει το τρένο

Πρώτοιιιιιιιιιιι!!!

Έφτασεεεεεεεέ!
    Στην είσοδο του βαγονιού, μας έγινε έλεγχος για τα εισιτήρια και τα διαβατήρια και μετά ξανά από την υπεύθυνη του βαγονιού, πριν την είσοδο στο κουπέ. Ακολούθησε χρέωση πλαστικής αεροστεγούς συσκευασίας, που περιείχε κλινοσκεπάσματα και πετσέτα (μαξιλάρι, στρώμα, κουβέρτα, υπήρχαν ήδη στο κουπέ). Με το 108 στο χέρι (όσοι έχουν υπηρετήσει καταλαβαίνουν), περάσαμε την πόρτα του κουπέ. Το κουπέ ήταν τεσσάρων ατόμων και πήραμε τα πάνω κρεβάτια.

Έλεγχος κατά την είσοδο στο σταθμό, στην αποβάθρα, στο βαγόνι και τέλος στο κουπέ.
Δεν θυμάμαι αν το τρένο σφύριξε τρείς φορές, το σίγουρο όμως ήταν πως ήμασταν ενθουσιασμένοι που θα κάναμε έστω και ένα κομμάτι του υπερσιβηρικού, τη πιο γνωστή γραμμή τρένου στον κόσμο.

ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος, είναι σιδηροδρομικός άξονας που συνδέει τη Μόσχα και την ευρωπαϊκή Ρωσία με τις ρωσικές επαρχίες της Άπω Ανατολής, τη Μογγολία, την Κίνα και τη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Η κύρια διαδρομή, ο υπερσιβηρικός, φτάνει από τη Μόσχα στο Βλαδιβοστόκ μέσω της νότιας Σιβηρίας και κατασκευάστηκε μεταξύ του 1891 και του 1916. Με 9.288 χιλιόμετρα, σε 8 χρονικές ζώνες, το ταξίδι διαρκεί συνήθως 7 ημέρες.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Ρωσία ήταν ήδη μια παγκόσμια υπερδύναμη, αλλά η κίνηση και το εμπόριο ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στις δυτικές επαρχίες της και σε μεγάλες πόλεις όπως η Μόσχα και η Αγία Πετρούπολη. Το ανατολικό – ασιατικό – σιβηρικό τμήμα της χώρας ήταν αποκομμένο. Το 1891, η κυβέρνηση της Ρωσίας αποφάσισε την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνέδεε τη Μόσχα με το λιμάνι Βλαδιβοστόκ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά στην ανατολική ακτή της Ρωσίας, στη Σιβηρία, στη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ αποφάσισε να ενώσει τη Ρωσία από το σημείο που βρίσκονται τα Ουράλια, με τις ακτές του Ειρηνικού.

Η αλλαγή στον τρόπο μεταφοράς των πρώτων υλών του σιβηρικού υπεδάφους, η διακίνηση προϊόντων από και προς την αχανή κινέζικη αγορά και η γρήγορη μεταφορά στρατιωτικού υλικού και προσωπικού, για την προάσπιση της ρωσικής Άπω Ανατολής από τους Ιάπωνες, ήταν οι λόγοι που επέβαλαν τη σιδηροδρομική σύνδεση Ανατολής – Δύσης. Η κατασκευή του Υπερσιβηρικού ολοκληρώθηκε 25 χρόνια αργότερα (1916), ενώ από το 1908, δίπλα στην αρχική μονή γραμμή, κατασκευαζόταν και δεύτερη. Με την ολοκλήρωση του Υπερσιβηρικού μια νέα εποχή ανάπτυξης ξεκίνησε για τη Σιβηρία, βασισμένη κυρίως στις τεράστιες δυνατότητες εκμετάλλευσης του φυσικού της πλούτου. Παράλληλα, απλοί σταθμοί του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου εξελίχθηκαν σταδιακά σε αστικά βιομηχανικά κέντρα.

    Στις πρώτες στάσεις του ταξιδιού μπήκαν και οι «συγκάτοικοι», από διαφορετικές στάσεις – πόλεις. Μεταξύ τους δεν αντάλλαξαν και πολλές κουβέντες, με μας όμως ήταν λαλίστατοι, χαχαχαχα. Ο άντρας όταν δεν έλυνε σταυρόλεξο, μετρούσε την πίεσή του και η πληθωρική Ρωσίδα θεία ήταν σχεδόν μόνιμα μπρούμυτα ξαπλωμένη.

    Κατά το βραδάκι επισκέφτηκα το εστιατόριο του τρένου και ώσπου να φτάσω ανοιγόκλεισα 28 πόρτες και άλλες τόσες μέχρι να επιστρέψω πίσω στο κουπέ. Δεν ήταν η πρώτη φορά, μα ούτε και η τελευταία που κάποια ήθελε να φωτογραφηθεί μαζί μου, αυτή τη φορά όμως ήταν και ο άντρας της μαζί, που και αυτός ήθελε να φωτογραφηθούμε παρέα. Τι τους έκανε εντύπωση δε μπορώ να καταλάβω και θέλανε φωτογραφία.

Σεμναααααααά, είναι και νταβραντωμένος ο δικός σου.
    Η πετσέτα που μας είχαν δώσει δεν είχε λόγο ύπαρξης, καθώς οι βρύσες στα νιπτηράκια που υπάρχουν στα WC δεν έτρεχαν νερό, μάλιστα έκανα και έναν έλεγχο στο πριν και το βαγόνι μετά από το δικό μας. Νερό, νιέτ.
Αν κάποιος θελήσει να φορτίσει το κινητό του ή κάποια άλλη ηλεκτρική συσκευή γίνεται, αλλά όχι στο κουπέ. Υπάρχουν τρεις πρίζες στο διάδρομο και όποιος προλάβει, πρόλαβε. Δίπλα σ’ αυτές υπάρχουν ανακλινόμενα καθίσματα.
Στη μια άκρη του βαγονιού, απέναντι από το γραφείο της υπεύθυνης, υπάρχει ένας μεγάλος βραστήρας νερού, όπου μπορείς να φτιάξεις το αφέψημά σου ή να φτιάξεις μια σούπα τύπου Knorr.


    Μετά την πρώτη μέρα άρχισα και βαριόμουνα. Μου θύμισε το καράβι Πάτρα – Βενετία, με τη μόνη διαφορά πως στο τρένο δεν έχεις και που να πας. Πόσο να διαβάσεις και πόσο να ξαπλώσεις. 

Πόσο να μιλήσεις και πόσο να διαβάσεις.
    Αντιθέτως με εμάς, η υπεύθυνη του βαγονιού ήταν διαρκώς σε εγρήγορση. Λίγο πριν την άφιξη σε κάποιο σταθμό κλείδωνε τις τουαλέτες (δύο σε κάθε βαγόνι), τις οποίες ξανάνοιγε με την αναχώρηση, άλλαζε στολή (στολή υποδοχής θα την ονόμαζα) και μετάβαινε στην είσοδο του βαγονιού για τον έλεγχο των εισιτηρίων στους νέους επιβάτες. Επίσης, κατά την πορεία καθάριζε τις τουαλέτες, άδειαζε τα καλαθάκια, γέμιζε τον βραστήρα, σφουγγάριζε τον διάδρομο (δυστυχώς όχι με σκουπόξυλο) και όλα αυτά φορώντας την ανάλογη στολή για την περίσταση. Όταν δεν έκανε κάποια εργασία, βρίσκονταν στο κουπέ της, που ήταν και το γραφείο της, όπου συμπλήρωνε διάφορα έντυπα. Μετά την αναχώρηση από κάθε σταθμό, έκανε ξανά και ξανά έλεγχο εισιτηρίων και κάθε φορά χαμογελούσε και εμείς ανταποδίδαμε. Όταν κάποια στιγμή έβρεξε και μπήκε νερό από το παράθυρο του κουπέ, αλλά και από τα παράθυρα του διαδρόμου (φαντάζομαι πως και σε άλλα κουπέ θα υπήρχε παρόμοιο θέμα), η υπεύθυνη μάζευε τα νερά και όπως έγραψα και παραπάνω η σφουγγαρίστρα δεν είχε σκουπόξυλο, αλλά στα γόνατα. Σκέφτηκα να τη φωτογραφίσω… αλλά ντράπηκα.

    Μισή ώρα πριν την αποβίβασή μας στο Ουλάν Ουντέ, ήρθε και μας ζήτησε να της πάμε ότι παραλάβαμε κατά την είσοδό μας και να έχουμε το χρεωστικό.

    Ήταν Τετάρτη 23:00, 31 Αυγούστου 2016 όταν πατήσαμε το πόδι μας στο σταθμό του Ουλάν Ουντέ και τελείωνε το ταξίδι μας με τον υπερσιβηρικό. Το χόστελ που είχε κλείσει ο Βασίλης βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σταθμό, κάτι που μας εξυπηρέτησε αρκετά τις επόμενες ημέρες.

    
    Η πρώτη μας δουλειά την επόμενη ημέρα ήταν να επικοινωνήσουμε με την Τατιάνα, την επαφή μας στο Ουλάν Ουντέ για να παραλάβουμε τα μηχανάκια μας. Υπήρξε όμως ένα μικρό τεχνικό θεματάκι. Η Τατιάνα δε μιλάει ντιπ αγγλικά, έτσι επιστρατεύσαμε τον υπεύθυνο του χόστελ να της τηλεφωνήσει και να ρωτήσει από πιο μέρος του σταθμού θα παραλαμβάναμε τις μηχανές. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, μας έκανε ένα σχέδιο – χάρτη για τη διεύθυνση και μας ενημέρωσε πως οι μηχανές δεν είχαν ακόμα έρθει και ίσως το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου. Ίσως, μας τόνισε. Εδώ είναι Ρωσία είπε.

    Μη μπορώντας να κάνουμε κάτι άλλο, ψάξαμε το μέρος από όπου θα παραλαμβάναμε τις μηχανές όταν θα ερχόντουσαν, καθώς η πλέον του ενός μηνός εμπειρία μας στη Ρωσία, μας δίδαξε πως τίποτα δε βρίσκεις εύκολα. Και είχαμε δίκιο. Γυρνούσαμε κοντά στη μισή ώρα απέξω μέχρι να βρούμε την είσοδο. Κάνοντας αστεία του στυλ «οι μηχανές μπορεί να βρεθούν και στη Μόσχα» συνεχίσαμε να γνωρίσουμε την πόλη.

Λαβύρινθος η περιοχή των τραίνων
ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Ουλάν Ουντέ είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μπουριατίγια της Ρωσίας και τρίτη μεγαλύτερη στη ρωσική Άπω Ανατολή από πληθυσμό, λίγο πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες, σύμφωνα με την απογραφή του 2010. Την πόλη διαιρεί ο ποταμός Σέλενγκα και ο παραπόταμός του Ουντά. Ήταν προηγουμένως γνωστό ως Ούντινσκ (μέχρι το 1783) και έπειτα Βερκυνουντίνσκ (έως τις 27 Ιουλίου 1934). Στις 27 Ιουλίου 1934, η πόλη μετονομάστηκε σε Ulan-Ude.

Ιδρύθηκε το 1666 από τους Ρώσους Κοζάκους ως το φρούριο του Ουντίνκοι και λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής της θέσης, αναπτύχθηκε γρήγορα και έγινε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο που συνέδεε τη Ρωσία με την Κίνα και τη Μογγολία. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής όπου βρίσκεται τώρα ήταν οι Evenks και, αργότερα, οι Buryat Mongols.

Ο υπερσιβηρικός, έφτασε στην πόλη το 1900 προκαλώντας έκρηξη στην ανάπτυξη. Ο πληθυσμός, που ήταν 3.500 το 1880, έφτασε τους 126.000 το 1939. Από το Ουλάν Ουντέ ξεκινά η Trans Mongolian γραμμή και συνεχίζει νότια μέσω Μογγολίας προς Πεκίνο.

    Στην πόλη γινόντουσαν προετοιμασίες κάποιας εορτής και όπως μάθαμε επρόκειτο για τα 350 χρόνια από την ίδρυση της πόλης. Η κεντρική πλατεία της πόλης ήταν και το επίκεντρο της γιορτής, καθώς εκεί είχε στηθεί η σκηνή και απέναντι από αυτήν  η εξέδρα. Η σκηνή είχε στηθεί μπροστά από ένα μεγάλο άγαλμα του κεφαλιού του Βλαντιμίρ Λένιν, το μεγαλύτερο που υπάρχει στον κόσμο. Χτίστηκε το 1970 για την εκατονταετή γέννηση του Λένιν, έχει ύψος 7,7 μέτρα και ζυγίζει 42 τόνους.

Μεγάλο κεφάλαιο!
    Οι μέρες που μείναμε στο Ουλάν Ουντέ, συνέπεσαν με την αλλαγή του καιρού και η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Αυτό δε μας πτόησε καθόλου στο να κάνουμε κάμποσα περιπατητικά χιλιόμετρα.


Ουλάν Ουντέ, 350  χρόνια από την ίδρυση
Τις ημέρες που ήμασταν στο χόστελ γνωρίσαμε έναν Ιαπωνέζο (Hondaκιας) που αντί χειραψίας μας έκανε υπόκλιση την οποία ανταποδώσαμε, μια Σουηδή, έναν Γάλλο ποδηλάτη που έψαχνε γιατρό, ένα ζευγάρι Γερμανών και ένα Ελβετών, έναν Αμερικάνο και δυο ζευγάρια Ισραηλινών που γιόρταζαν με το ταξίδι τους την απόλυση από το στρατό μετά από 24 μήνες θητεία. Κομβικό σημείο το Ουλάν Ουντέ, σκέφτηκα!

    Μετά από εννιά ημέρες αντικρίσαμε και πάλι τα μηχανάκια μας. Το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου πήγαμε στο σημείο που είχαμε αναγνωρίσει δύο ημέρες νωρίτερα. Εκεί βρίσκονταν ο Νικολάϊ, γνώστης της ρωσικής γλώσσας και μόνο, με διάθεση όμως συνεννόησης, έτσι μέχρι να πιάσουμε εκείνο το δίαυλο της επικοινωνίας που να είναι κατανοητό και για τους δυο μας, πέρασε λίγη ώρα. Η αποσυσκευασία και η συναρμολόγηση των μηχανών είχε αρκετή δουλειά. Από τις 11:30 που ήμασταν εκεί, ξεμπερδέψαμε στις 16:00. Φεύγοντας ευχαριστήσαμε τον Νικολάϊ για τη βοήθεια και του δώσαμε και κάποια χρήματα.

Αποσυσκευασία, συναρμολόγηση και έτοιμοι

9. ΜΟΓΓΟΛΙΑ

Ουλάν Ουντέ - Ακτάς
Με μπλέ η πορεία του Βασίλη
    Αναχωρήσαμε από το Ουλάν Ουντέ με ελαφριά ψιχάλα, με προορισμό την Κιάχτα, μια πόλη εφαπτόμενη της συνοριακής γραμμής με τη Μογγολία. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, μόλις 230 χλμ, αλλά η συνεχής βροχόπτωση μας ταλαιπώρησε λίγο. Στο πουθενά διακρίνω έναν αστυνομικό να μου κάνει σήμα να σταματήσω. Όταν μου έκανε σινιάλο, αμέσως κοίταξα τα χιλιόμετρα στο κοντέρ. Πήγαινα με 80 χλμ/ώρα. Εννοείται ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε και μου δείχνει στο κοντέρ τα 60 χλμ και μετά μια πινακίδα στο βάθος, που λέει 60 χλμ/ώρα, χαχαχα. Χαμογέλασα, του έδειξα 70 στο κοντέρ, με χαιρέτησε και ο καθένας πήρε το δρόμο του. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που με σταμάτησαν. Ο καιρός ήταν πια χειμερινός (και θα παρέμενε έτσι μέχρι και την Πολωνία, με ένα μικρό διάλλειμα στο ενδιάμεσο).

Δώθε 222 - Κείθε 222. Όχι παίζουμε.
    Είχαμε βρει έναν ξενώνα στο ίντερνετ, καθώς όμως, θα πω για πολλοστή φορά, στη Ρωσία δε βρίσκεις τίποτα εύκολα, κινηθήκαμε με τη μέθοδο «ρωτώντας πας στην πόλη» ή καλύτερα θα πω ζωγραφίζοντας. Ήταν μια πρακτική αρκετά αποτελεσματική στη μεγαλύτερη διάρκεια του ταξιδιού μας και σε συνδυασμό με τη νοηματική, έφεραν αποτελέσματα.

Αν δε μπορείς να το πεις, ζωγράφισέ το είχε πει κάποιος σοφός. Σωστός!
    Τη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου νωρίς το πρωί ήμασταν ήδη στα σύνορα. Το πέρασμα των συνόρων διήρκησε κάτι λιγότερο από τρεις ώρες. Αυτό που μας έκανε εντύπωση από την πλευρά της Μογγολίας, ήταν πως ο έλεγχος των πλαϊνών βαλιτσών έγινε με τρία χτυπήματα από την τελωνειακό, όπως χτυπάμε μια πόρτα και το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω για αυτό, είναι πως αν θα έκρυβα κάτι η έκφραση του προσώπου μου θα με πρόδιδε στη εκπαιδευμένη τελωνειακό. Βέβαια, εγώ της χαμογελούσα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, όπως και ο Βασίλης, χωρίς κανένα ίχνος κοροϊδίας, άλλα με καλή διάθεση που βιώναμε μια ακόμα νέα εμπειρία, η οποία συνεχίστηκε λίγο παρακάτω, πριν την τελική είσοδο στη χώρα.

    Μετά περάσαμε με τις μηχανές από μια μεγάλη γούρνα με νερό (μαύρο, ποιος ξέρει τι είχε εκεί μέσα) και βρεθήκαμε στον τελικό έλεγχο. Προς μεγάλη μας έκπληξη, ο αστυνομικός κοιμόνταν του καλού καιρού. Περιμέναμε κάνα δυο λεπτά, μέχρι που ήρθε μια άλλη αστυνομικός, η οποία δεν του μίλησε καθόλου. Με το ένα χέρι κρατούσε το κινητό στο αυτί της και με το άλλο μας έκανε νόημα να φύγουμε, αφού πρώτα έριξε μια πεταχτή ματιά στα χαρτιά μας. Αμέσως μετά, στο αριστερό μας χέρι, υπήρχε ένα κοντέινερ όπου ο καθένας μας πλήρωσε 400 ρούβλια για ασφάλεια. Λίγο νωρίτερα είχαμε πληρώσει άλλα 200. "Τίκετ", μας είπαν.

    Η τρίτη φάση – στόχος του ταξιδιού μας, μόλις είχε γίνει πραγματικότητα. Βρισκόμασταν στη Μογγολία. Μου φάνηκε απίστευτο, δηλαδή ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές δεν μπορώ να το πιστέψω. Τελικά, ότι ονειρευτεί ο καθένας μπορεί να το κάνει εφόσον πραγματικά το επιθυμεί.

Τρίτος στόχος. Τσεκ!
    Στην είσοδο της χώρας υπάρχει κόσμος πρόθυμος να αλλάξετε τα χρήματα, εμείς όμως επιλέξαμε την πρώτη τράπεζα που βρήκαμε για να κάνουμε συνάλλαγμα στο τοπικό νόμισμα (Τουγκρίκ) και συνεχίσαμε για το Ουλάν Μπατόρ. Ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος με μια λωρίδα ανά κατεύθυνση και με τρία διόδια (υπάρχει και δυνατότητα διαπραγμάτευσης της τιμής, χαχαχαχα). Το τοπίο σταδιακά άλλαζε όσο κατηφορίζαμε, με άλογα να τρέχουν στις πεδιάδες και σκυλιά και βόδια να διασχίζουν το δρόμο. Πριν την είσοδο μας στην πρωτεύουσα υπήρχε ένα τσεκ πόιντ στο οποίο ψέκαζαν τους τροχούς των οχημάτων, κάτι που αρνηθήκαμε και λίγο αργότερα μπαίναμε στην κεντρική οδική αρτηρία της πόλης. 

Ούτε να το σκέφτεσαι.
    Ένας δρόμος με τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση, με βόδια να τον διασχίζουν και όσο πλησιάζαμε προς το κέντρο, η ροή των αυτοκινήτων όλο μεγάλωνε και δεκάδες κόσμου στις στάσεις των λεωφορείων να περιμένει τα πειρατικά βαν.

Ουλάν Μπατόρ στο βάθος
    Το ξενοδοχείο μας βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο, με χώρο στάθμευσης εντός. Έτσι αποφασίσαμε να αφήσουμε τους σάκους με το σκηνικό υλικό στα μηχανάκια. Μέγα λάθος! Το βράδυ περιπλανηθήκαμε για λίγο, πέριξ του ξενοδοχείου.

    Το επόμενο πρωινό ο σάκος μου είχε κάνει φτερά, με σχεδόν όλο το σκηνικό κατασκηνωτικό υλικό που είχα. Από το ξενοδοχείο μου δόθηκε κάποια μικρή αποζημίωση, αλλά το θέμα ήταν πως το πλάνο που είχα για τη διάσχιση της χώρας προς τα δυτικά απομακρύνονταν. Αρχικά απογοητεύτηκα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο, έτσι «καταπίνοντας» σιγά – σιγά το γεγονός, συνεχίσαμε με τον Βασίλη να γνωρίσουμε την πόλη.


ΛΙΓΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Το Ουλάν Μπατόρ (κόκκινος ήρωας) είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.350 μέτρα, ελαφρώς ανατολικότερα από το κέντρο της Μογγολίας. Βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Μπόγκντ Χαν Ούουλ, κοντά στον ποταμό Τούουλ. Το Ουλάν Μπατόρ λόγω της θέσης του - σχετικά σε βόρειο παράλληλο, σε ψηλό υψόμετρο και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την κοντινότερη ακτή - είναι η πιο κρύα πρωτεύουσα του κόσμου, με σύντομα θερμά καλοκαίρια και μακρείς πολύ ψυχρούς και ξηρούς χειμώνες. Η μέση ετήσια θερμοκρασία της περιοχής είναι -1,3 °C.

    Μετά από λίγη ώρα βρισκόμασταν στη μεγάλη κεντρική πλατεία, Sukhbaatar Square, όπου βρίσκεται η βουλή και στην είσοδο υπάρχει το επιβλητικό άγαλμα του Τζένγκις Χαν. Ο Βασίλης κάποια στιγμή πρότεινε να μου δώσει το δικό του κατασκηνωτικό υλικό, αλλά αρνήθηκα.
Την ώρα που σκεφτόμουν την κατάσταση και τραβούσα αφηρημένος φωτογραφίες, ακούω από πίσω μου ένα έντονο λαχάνιασμα να με πλησιάζει. Γύρισα πίσω και είδα δύο αγόρια, ηλικίας κοντά στα δέκα, με το ένα από αυτά να κρατά στο ένα χέρι το κινητό και το άλλο να το έχει απλώσει σαν να με καλούσε να σταματήσω. Το άλλο παιδάκι είχε σκάσει στα γέλια. Πράγματι σταμάτησα, χαμογέλασα και αυτό που ήθελαν ήταν να βγούμε μαζί μια φωτογραφία. Φυσικά και δεν τους το αρνηθήκαμε. Πως θα μπορούσαμε άλλωστε; Αυτά τα παιδιά έδιωξαν αμέσως την όποια άρνηση μου είχε δημιουργηθεί από το πρωινό γεγονός και τη θέση του πήρε άμεσα η θετική σκέψη και η αισιοδοξία. Ήταν μια από τις πιο δυνατές στιγμές του ταξιδιού. Έτσι λοιπόν ξανασκέφτηκα την πρόταση του Βασίλη και του ζήτησα να μου δώσει το σκηνικό του υλικό.
Πλατεία Sukhbaatar



Η θετική ενέργεια των παιδιών είναι το κάτι άλλο.
    Συνεχίσαμε την περιήγηση μας στη πόλη και κάποια στιγμή πήγαμε για φαγητό. Εκεί κάναμε τον προγραμματισμό των επόμενων ημερών, καθώς την επόμενη ημέρα θα χωρίζαμε, αυτή τη φορά για αρκετές ημέρες. Ο Βασίλης θα επέστρεφε από τον ίδιο δρόμο μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ και εγώ θα τον συναντούσα εκεί τη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου, διασχίζοντας προς τα δυτικά τη Μογγολία. Το απόγευμα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και οργανωθήκαμε για τις επόμενες ημέρες.

    Την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε μαζί μέχρι και τον κυκλικό κόμβο που υπάρχει στην είσοδο της πόλης. Ο Βασίλης συνέχισε ευθεία και εγώ βγήκα στην επόμενη έξοδο, με τους δρόμους μας σιγά-σιγά να απομακρύνονται και να χανόμαστε ο ένας από το οπτικό πεδίο του άλλου, μέχρι που ήμασταν μόνοι.

Τα λέμε σε μια εβδομάδα...
ΛΙΓΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Η Μογγολία Γνωστή και ως “Land of blue sky” (γιατί τα 2/3 του έτους δεν έχει σύννεφα), είναι μια χώρα με έκταση 1.564.116 τ.χλμ. και πληθυσμό 3.296.86 κατοίκους. Είναι η Τρίτη πιο αραιοκατοικημένη χώρα στον κόσμο μετά τα νησιά Φώκλαντ και την Γροιλανδία και η δεύτερη μεγαλύτερη περίκλειστη χώρα μετά το Καζακστάν. Τυπικά εντάσσεται στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, αν και ορισμένες φορές θεωρείται κομμάτι της Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει με τη Ρωσία προς Βορρά, και με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προς Νότο και παρότι στα δυτικά απέχει λίγα χιλιόμετρα από το Καζακστάν ωστόσο οι δυο χώρες δεν έχουν κοινά σύνορα. Η γεωγραφία της χώρας έχει ποικίλα χαρακτηριστικά, από την έρημο Γκόμπι στα νότια ως ψυχρές και ορεινές περιοχές στα βόρεια και τα δυτικά.

    Για κάμποσα χιλιόμετρα μετά το Ουλάν Ουντέ έχει άσφαλτο, που κόβει τη στέπα στη μέση. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπήρχαν καμήλες με δυο καμπούρες (Η βακτριανή καμήλα ξεχωρίζει εύκολα από την συγγενική αραβική, από την παρουσία δύο ύβων στην ράχη της, αλλά και από το σαφώς μεγαλύτερο μέγεθος) άλογα, γύπες, κατσίκια και γιούρτες (στρογγυλή σκηνή που χρησιμοποιείται ως κατοικία από διάφορες νομαδικές ομάδες στις στέπες της Κεντρικής Ασίας). Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, με την άκρη του ματιού μου αντιλήφθηκα μια κίνηση και σταμάτησα. Ήταν ένα πουλί που δεν μπορούσε να πετάξει. Πλησιάζοντάς είδα πως ήταν ένα γεράκι, μάλλον τραυματισμένο. Πλησίασα τόσο όσο να βγάλω τη φωτογραφία, χωρίς να το τρομάξω. Ζούσα σκηνές αλα National Geographic!

Δε κρατιέμαι. Απογειώνομαι.

Απλά, υπέροχα!
    Το βράδυ κοιμήθηκα κοντά στο Arvaikheer, όπου μετά από αυτή την πόλη οι χωματόδρομοι άνοιγαν σαν βεντάλια, μη γνωρίζοντας ποιον από όλους έπρεπε να ακολουθήσω. Δεν είχα χάρτες της Μογγολίας στο GPS, είχα όμως κάτι καλύτερο. Χάρτη και πυξίδα. Μπορεί στο Google maps να δείχνει πως έχει δρόμο, αλλά αν το γυρίσετε στη δορυφορική απεικόνιση θα δείτε τους χωματόδρομους που αναφέρω. Η αλήθεια είναι πως σε πολλά σημεία συνάντησα εργοτάξια που κατασκεύαζαν δρόμο και όπως έμαθα, το είχαν αναλάβει Νότιο Κορεάτικες κατασκευάστριες εταιρίες. Σε μερικά χρόνια φαντάζομαι πως θα υπάρχει κεντρικός ασφαλτοστρωμένος οδικός άξονας.



     Τις μέρες που ήμουν μόνος στη Μογγολία μου συνέβησαν τρία γεγονότα:

   Σε κάποια στάση που είχα κάνει, για να φάω και να ξεκουραστώ, άφησα πίσω μου το τσαντάκι το όποιο είχε μέσα όλα μου τα έγγραφα. Το αντιλήφθηκα μισή ώρα αφού είχα φύγει από το σημείο και με κυρίευσε το άγχος. Επιστρέφοντας πίσω σκεφτόμουν πως το τσαντάκι το είχα ακουμπήσει πάνω στη μηχανή και φεύγοντας από το σημείο πρέπει να έπεσε. Επίσης θυμόμουν πως είχα δει ότι έρχονταν ένα όχημα (σπάνια συναντούσα κάποιο όχημα). Αυτό το όχημα λοιπόν, το πέτυχα μετά από κανένα δεκάλεπτο σταματημένο από βλάβη. Πήγα προς το μέρος τους και κάνοντας τους σήμα στη νοηματική να μου δώσουν το τσαντάκι, καθώς είχα σκεφτεί πως σίγουρα το είχαν δει και το μάζεψαν. Δεν έπεσα έξω. Έκανα ένα τσεκ στο τσαντάκι και ήταν όλα εκεί. Τους ευχαρίστησα, τους έδωσα κάποια χρήματα και συνέχισα. Ήταν το μοναδικό σημείο σε όλο το ταξίδι που πραγματικά με άγχωσε. "Τέλος καλό, όλα καλά!", σκέφτηκα και συνέχισα. Σε κάποιο ανεφοδιασμό που έκανα συνάντησα αυτοκίνητα από το Mongol Rally, που έχει τερματισμό στο Ουλάν Ουντέ, αντί του Ουλάν Μπατόρ που είχε πριν από μερικά χρόνια.

Πρόσωπα.
    Χαζεύοντας το εξωπραγματικό για τα μάτια μου τοπίο, έχασα την επαφή με το δρόμο και δεν είχα προσέξει την αλλαγή του τερέν σε άμμο, έτσι ήρθε η πρώτη και μοναδική πτώση σε όλο το ταξίδι. Η εμπειρία μου σε off road οδήγηση είναι μικρή. Ευτυχώς είχα πέσει στα μαλακά, έτσι ούτε εγώ αλλά ούτε και η μηχανή είχαμε πάθει κάποια ζημιά. Στην περιοχή δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μου πήρε 45 λεπτά για να σηκώσω τη μηχανή και να συνεχίσω.
Ευτυχώς χωρίς κάποια ζημιά εγώ και η μηχανή. Από όλο αυτό βγήκα σαφώς πιο
κουρασμένος και έχτισα εμπειρία, χαχαχαχα.
    Η μοναξιά στο ταξίδι, η μοναχικότητα του αναβάτη, μου είχε προσφέρει ένα αίσθημα αγαλλίασης της ψυχής. Πόσο μικρός ένιωθα στον χώρο, αλλά και πόσο ελεύθερος. Ένας δυνατός θόρυβος κοντά στο Αλτάι με ταρακούνησε και σταμάτησα να δω αν είχα χτυπήσει κάτι. Το αμορτισέρ παρέδωσε πνεύμα. Στην πραγματικότητα σε εκείνο το σημείο είχε τελείωσε και το ταξίδι μου με μηχανή στη Μογγολία. Μετά λύπης μου διαπίστωσα λάδια να τρέχουν από το αμορτισέρ. Με την οδήγηση να είναι λες και βρισκόμουν πάνω σε τραμπολίνο, η συνέχεια αποδείχτηκε αρκετά δύσκολη.

    Προσπάθησα να βρω κάποιο τρόπο να μετριάσω το άνοιγμα και το κλείσιμο του ελατηρίου, αλλά δε τα κατάφερα. Συνέχισα πολύ σιγά μέχρι που να φτάσω σε κάποια βοήθεια. Βρήκα κάποιον για να μεταφέρω τη μηχανή μέχρι το Τσαγκανούρ και από εκεί, τα σύνορα απέχουν μια ανάσα. Στο πρόγραμμα είναι και αυτά. Εμπειρίες. Ο Μογγόλος που θα με μετέφερε, με φιλοξένησε στο σπίτι του (γιούρτα) και γνώρισα την οικογένεια του. Οι κόρες του διαρκώς γελούσαν και με φωτογράφιζαν. Ποιος ξέρει τι σκεφτόντουσαν. Με τη μηχανή ήδη φορτωμένη, συνέχισα το ταξίδι με το φορτηγάκι.


Παντού υπάρχει ένας
    Αναχωρήσαμε αρκετά νωρίς το πρωί με παρέα τα μογγολικά τραγούδια, τα υπέροχα τοπία και κατά διαστήματα άσφαλτο, με σκοπό να περάσω τα σύνορα της Μογγολίας πριν τις 16:00, γιατί μετά θα έκλειναν και θα έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη ημέρα. Κατά τις 14:00 είχαμε φτάσει στο Τσαγκανούρ, βρήκαμε ένα σημείο να κατεβάσουμε οι δυο μας τη μηχανή, χαιρέτησα τον συμπαθέστατο Μογγόλο φίλο (δε θυμάμαι το όνομα του) και συνέχισα για τα σύνορα. Πέρασα στον έλεγχο προτελευταίος, με ένα ζευγάρι Άγγλων να ακολουθεί. Η διαδικασία εξόδου ήταν γενικά πιο χρονοβόρα σε σχέση με αυτής της εισόδου, συνολικά 4 ½ ώρες μαζί με αυτά της Ρωσίας.

Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω.
     Τη Μογγολία δε τη χάρηκα όσο ήθελα, γι' αυτό και υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μου να την ξαναεπισκεφτώ και αυτή τη φορά για πολύ περισσότερες ημέρες.

   Στην απόφαση στο να γίνει η μεταφορά της μηχανής, συνέβαλε πρώτον το θέμα της ασφάλειας και δεύτερον για να αποφευχθεί μια τυχόν μεγαλύτερη ζημιά στο μηχανάκι και ακινητοποιηθώ τελείως. Οι βλάβες που βγήκαν οφείλονταν στο βάρος που είχα και το αδιάκοπο κοπάνημα στους χωματόδρομους, τόσο που κόπηκαν οι λαστιχόβιδες από τη ζελατίνα, έλυναν οι βίδες της μούρης και του υποπλαισίου. Πάντα στο τέλος της ημέρας έκανα έλεγχο και πάντα θέλανε λίγο σφίξιμο. Όπως διαπίστωσα αρκετές ημέρες αργότερα, για τους ίδιους λόγους, μια ακόμα βλάβη θα με ταλαιπωρούσε μέχρι να την εντοπίσω. Κατά το διάστημα που βρισκόμουν στη Μογγολία η θερμοκρασία κατά τις μεσημεριανές ώρες ήταν περίπου 12 βαθμοί και το βράδυ κοντά στους 5.

    Από τον μογγολικό έλεγχο έφυγα τελευταίος και συνέχισα για περίπου 6 χλμ μέχρι που βρέθηκα μπροστά από μια κατεβασμένη μπάρα. Από πίσω βρίσκονταν ένα ρώσικο φυλάκιο και άσφαλτος, πάνω στην οποία είχα στηρίξει τις ελπίδες μου ότι θα μπορούσα να οδηγήσω με ασφάλεια μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ. Εκτός του φυλακίου, δεν υπήρχε ψυχή και αναγκαστικά περίμενα μέχρι να εμφανιστεί κάποιος. Μετά από κάνα δεκάλεπτο εμφανίστηκε ένας στρατιώτης, έλεγξε τα χαρτιά μου και επικοινώνησε μέσω ασυρμάτου. Έκανα 20 χλμ μέχρι τον κανονικό συνοριακό έλεγχο από πλευράς της Ρωσίας. Στο διάστημα αυτό διαπίστωσα πως ήταν δυνατή η ασφαλή οδήγηση στην άσφαλτο και αποφάσισα να οδηγήσω μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ.

Δυτικά σύνορα Μογγολίας - Ρωσίας. Από εδώ, Κίνα και Καζακστάν είναι μια πιθαμή δρόμος .
    Αφού έλεγξαν όλα μου τα έγγραφα, πέρασα στο τελωνείο. Εκεί με πλησίασε ένας υπάλληλος και μου είπε με σπαστά αγγλικά, πως αν έχω όπλα να τα τοποθετήσω στα αριστερά και αν έχω ναρκωτικά στα δεξιά. Φυσικό ήταν να απορήσω και τον ρωτάω χαμογελώντας, «είπες τα όπλα δεξιά και τα ναρκωτικά αριστερά;», σάστισε αλλά βλέποντάς με να χαμογελάω, με πλησίασε και με ρώτησε από πού είμαι. Φυσικά και δεν ήξερε που βρίσκεται η Ελλάδα στον χάρτη, αλλά ήξερε την Κρήτη (πολύ πιθανόν να νομίζει πως η Κρήτη είναι κράτος), καθώς είναι δημοφιλής προορισμός για αυτούς. Έτυχε μάλιστα να δω σε τηλεοπτικό κανάλι διαγωνισμό, που έδινε σαν δώρο ένα ταξίδι στην Κρήτη. Άνοιξα όλες τις βαλίτσες και ότι τσαντάκι είχα και μετά από λίγο ήρθε ένας άλλος υπάλληλος με σκύλο.

    Η επιστροφή του Βασίλη μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ δεν ήταν περιπετειώδης όπως η δική μου. Διανυκτέρευσε πάλι στον Ίλια, στο Κεμέροβο, όπου εκεί έτυχε ιδιαίτερης περιποίησης καθώς τον κούρεψε, τον ξύρισε και έπαιξε με τα σπαθιά του Ίλια.

Επιστρέφοντας από το ίδιο δρόμο για Νοβοσιμπίρσκ.

Πριν και μετά. 
Σον, εσύ;
    Τελειώνοντας με τα σύνορα συνέχισα άλλα 150 χλμ μέχρι που βράδιασε και διανυκτέρευσα στο Aktash. Εκεί έμεινα σε ένα ξύλινο σπιτάκι που μοιράστηκα με έναν ρώσο (Ντίμα) με τον οποίον έχω κρατήσει επαφή. Επικοινώνησα με τον Βασίλη για πρώτη φορά απ’όταν χωριστήκαμε και του είπα εν τάχει το θέμα με το αμορτισέρ. Του ζήτησα να επικοινωνήσει με τα παιδιά στο Νοβοσιμπίρσκ (εκεί που είχα βάλει την αλυσίδα) και να μας πουν που θα φτιάξουμε το αμορτισέρ.

    Το βράδυ έφτιαξα τη γνωστή πια “sibirski soup”. Πρόσφερα στον Ντίμα από το γκουρμέ φαγητό και περάσαμε τη βραδιά κουβεντιάζοντας. Ευτυχώς ήξερε Αγγλικά.


10. ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ακτάς - Καλαμάτα
    Το επόμενο πρωινό ήμουν έτοιμος για αναχώρηση με την ανατολή του ηλίου. Όμως, δεν ίσχυε το ίδιο με τη μηχανή. Αρνούνταν πεισματικά να πάρει μπρος, πρώτη φορά μετά από 12ετή συνεχή χρήση. 

Δε "χαλάει" χατίρια!
    Η μίζα γυρνούσε και οριακά δεν έκανε ανάφλεξη. Έβγαλα τα μπουζί και ήταν κατάμαυρα. Αμέσως σκέφτηκα την κακή ποιότητα βενζίνης στη Μογγολία. Τα άλλαξα με δυο καινούργια που είχα και πήρε. "Αυτό", λέω, "ήταν!" (Αμ δε...). Από το Νοβοσιμπίρσκ με χώριζαν 800 χλμ περίπου και παρά την ώρα που έχασα, αργά το απόγευμα ήμουν εκεί. Σε αυτό συνέβαλε ο καλός δρόμος και η έλλειψη λοιπών απροόπτων. Ο Βασίλης εκτός από το συνεργείο όπου θα επισκεύαζα το αμορτισέρ, είχε κανονίσει και τις διανυκτερεύσεις στο ίδιο ξενοδοχείο που είχαμε μείνει και την προηγούμενη φορά που περάσαμε από το Νοβοσιμπίρσκ.

Μια στάση πριν το Νοβοσιμπίρσκ

Ρωσία, περιοχή Αλτάι. Υπέροχο τοπίο!
    Στο Νοβοσιμπίρσκ μείναμε τέσσερις ημέρες και εκτός από την επισκευή του αμορτισέρ, πλύναμε κάποια ρούχα, αναπροσαρμόσαμε τα πράγματα μας στις μηχανές και φτιάξαμε το πρόγραμμα της επιστροφής. Παράλληλα, εκμεταλλευτήκαμε τον καλό καιρό και βολτάραμε στη πόλη, άλλοτε μαζί και άλλοτε χώρια. Σε κάποια από αυτές τις βόλτες, για μια ακόμη φορά ζήτησαν να βγάλουμε σέλφι και πολλοί άλλοι ρωτούσαν από πού ήμασταν.

Το νου σας οι ανύπαντροι, χαχαχαχα.
    Μια αίσθηση που είχαμε από κοινού με τον Βασίλη, ήταν πως η απόσταση που είχαμε να διανύσουμε μέχρι την Τεργέστη (είχαμε αποφασίσει να επιστρέψουμε με πλοίο), δεν ήταν και πολύ, κάτι λιγότερο από δύο εβδομάδες.

    Το πρωί της Πέμπτης 15 Σεπτεμβρίου, μέρα που αναχωρήσαμε από το Νοβοσιμπίρσκ, το μηχανάκι πάλι δεν πήρε μπρος. Άλλαξα τα μπουζί και πάλι πήρε μπρος με δυσκολία. Στη διάρκεια της πορείας άναψε ένδειξη FI (failure injection), δε σταμάτησα και συνέχισα κανονικά την πορεία μου. Το βράδυ που έπεσα για ύπνο, έπεσα με την αγωνία της επόμενης μιζιάς.

    Πράγματι, το επόμενο πρωινό δεν πήρε μπροστά. Έκανα έλεγχο στα μπουζί και τα είδα σε καλή κατάσταση. Κάτι γίνεται με την καύση σκέφτομαι και το βάζω σε dealer mode, αλλά και εκεί δε μου έδειξε τίποτα. Τότε ήταν που μου λέει ο Βασίλης να κοιτάξω την αντλία. Να την κοιτάξω, του λέω καθώς δε μπορούσα να σκεφτώ και κάτι άλλο. Ξεκουμπώνοντας το σωληνάκι καυσίμου από την αντλία, αρχίσει να τρέχει βενζίνη από την αντλία. "Όπα", λέω, "αυτό δεν είναι καλό". Βγάζω την αντλία από το ντεπόζιτο και διαπιστώνω πως δεν είναι επάνω ο ρυθμιστής πίεσης καυσίμου. "Mα είναι δυνατόν;" αναρωτήθηκα. "Πως πήγαινε το μηχανάκι;". Βρήκα κάτι άδεια μπουκάλια και άδειασα σε αυτά τη βενζίνη από το ντεπόζιτο για να μπορέσω να πάρω το ρυθμιστή πίεσης και την ασφάλειά του μέσα από το ντεπόζιτο. Έδεσα την αντλία, γέμισα το ντεπόζιτο, μίζα και αυτό ήταν. Όλα αυτά μετά τη Μογγολία και το συνεχές κοπάνημα. Μέχρι και που επέστρεψα στη Ελλάδα δεν είχα κάποιο άλλο πρόβλημα.

Αρκετοί σταματούσαν και ρωτούσαν αν χρειαζόμασταν κάτι.
    Τις επόμενες εφτά ημέρες η θερμοκρασία κυμάνθηκε μεταξύ 4 και 12 βαθμών, με τον αέρα και τη βροχή να κάνουν το κρύο ακόμα πιο αισθητό. Με τον Βασίλη ταξιδεύαμε και πάλι χώρια και βρισκόμασταν το βράδυ στο κατάλυμα.

Δεν έχω λόγια Βασίλη. Με συγκίνησες!
    Μια από αυτές τις μέρες λίγο πριν το Νίζνι Νόβγκοροντ, τον είδα δεξιά σταματημένο. Η μηχανή του έκανε διακοπές κατά τη διάρκεια της πορείας και κάποια στιγμή έσβησε μου είπε. Η πρώτη σκέψη πήγε στην αντλία που είχαμε φτιάξει στο Ιρκούτσκ και στα μπουζί. Με μια όμως πιο προσεκτική ματιά έδειξε πως το παξιμαδάκι που σφίγγει το καλώδιο και κάνει σώμα η αντλία έλλειπε, έτσι όταν έκανε επαφή λειτουργούσε και όταν δεν, έσβηνε. Μικρό το κακό και σε μια ώρα είχαμε φύγει. Στο διάστημα αυτό σταμάτησε και ένας οδηγός να βοηθήσει και φεύγοντας μας ζήτησε να βγάλουμε σέλφι, έτσι ώστε να δικαιολογήσει την αργοπορία στη γυναίκα του. Θυμάμαι πως γελάσαμε αρκετά και οι τρεις μας όταν μας το είπε. Στο Νίζνι Νόβγκοροντ ο Βασίλης άλλαξε αλυσίδα και εγώ είχα νιώσει μια ελαφριά αδιαθεσία με δέκατα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρα αντιπυρετικό και δε σηκώθηκα από το κρεβάτι μέχρι την επόμενη ημέρα.

V για βάση για το γκαζάκι!
    Είχαμε μπει για τα καλά σε mode επιστροφής. Διανύσαμε ακόμα 1.000 χλμ περίπου μέχρι να φτάσουμε στα σύνορα με τη Λετονία, πρώτη χώρα εισόδου της Ευρώπης. Από τον ρωσικό έλεγχο ξεμπερδέψαμε σχετικά γρήγορα, στα Λετονικά όμως καθυστερήσαμε αρκετά και συνολικά κάναμε 4 ½ ώρες, περιμένοντας στη βροχή. Διανυκτερεύσαμε λίγο πριν το Ρέζεκνε στη Λετονία. Ήταν Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου όταν η περιπέτεια στην αχανή Ρωσία, αλλά και τη Μογγολία αποτελούσε πια ανάμνηση για εμάς.

    Την επόμενη ημέρα με τον Βασίλη χωριστήκαμε όπως είχαμε ήδη συμφωνήσει από το Νοβοσιμπίρσκ. Ναι μεν είχαμε τον ίδιο τελικό προορισμό, το λιμάνι της Τεργέστης την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου, είχαμε όμως σχεδιάσει διαφορετικές διαδρομές από την Πολωνία και έπειτα. Έτσι ο Βασίλης συνέχισε προς Τσεχία, Αυστρία, Ιταλία και εγώ Σλοβακία, Αυστρία, Σλοβενία, Ιταλία.

Γνώριμα τοπία.
    Μέχρι τη Βαρσοβία είχε κρύο και βροχή, μετά όμως ο καιρός γλύκανε και οι διαδρομές ήταν ευχάριστες. Τα τελευταία χιλιόμετρα στην Ευρώπη είχαν τη μορφή αποθεραπείας. Στη Σλοβενία έκανα βόλτα με ποδήλατο στο δάσος της Μαριάνκα και στη Σλοβενία «χάθηκα» στο Τριγκλάβ.

Απ΄ όλα είχε το μενού. 
    Με τον Βασίλη δε μιλήσαμε καθόλου τις τελευταίες ευρωπαϊκές ημέρες, παρά μόνο από κοντά όταν και βρεθήκαμε στο λιμάνι της Τεργέστης. Δεν ήμασταν τσακωμένοι (αν κάποιος αναρωτιέται), απλά εφαρμόσαμε το «μαζί και χώρια», που μπορεί να είναι και ο λόγος που δεν τσακωθήκαμε, χαχαχαχα. Η αίσθηση του να βλέπεις κάποιον δικό σου μετά από μέρες, σου δημιουργεί ένα ευχάριστο συναίσθημα.

-Το επόμενο ταξίδι θα το κάνω με σκούτερ.
-Μικρός είσαι ακόμα, έχεις μέλλον μπροστά σου.
    Οι ώρες στο καράβι πέρασαν ευχάριστα ανταλλάσσοντας εμπειρίες με τον Nicolas (σκηνοθέτης μας συστήθηκε), έναν Αμερικάνο, με ιταλοαιγυπτιακές ρίζες.

Τελευταίες κουβέντες με τον Nicolas πριν αποβιβαστούμε στο λιμάνι της Πάτρας.
Στο λιμάνι της Πάτρας φτάσαμε το μεσημέρι της Πέμπτης 29 Σεπτεμβρίου και ήταν ακόμα καλοκαίρι. Τα τελευταία 250 χλμ μέχρι την Καλαμάτα τα κάναμε παρέα με τον Κυριάκο και τον Γιάννη, που είχαν έρθει να μας υποδεχτούν στο λιμάνι.

    Το ταξίδι μας είχε για πρωταγωνιστές τους ανθρώπους, τις μοτοσυκλέτες μας και την ίδια τη φύση. Μου είναι δύσκολο να μεταφέρω στο χαρτί, είτε με τη μορφή λέξεων ή ακόμα και φωτογραφιών, τα συναισθήματα και τις εμπειρίες που βιώσαμε σε αυτό.

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την περιπέτειά  μας!





Δημοσίευση σχολίου

2 Σχόλια

  1. ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ ...ΕΙΣΑΣΤΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΠΟΥ ΒΓΑΛΑΤΕ ΕΙΣ ΠΕΡΑΣ ΕΝΑ ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗ Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΑΙ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΑΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή